進階希臘文單字總表

以下是在新約聖經中出現10-49次的單字(專有名詞與已經包括在初階希臘文的單字除外),按字母順序排列。(另見按頻率排列)

學習新約希臘文單字
頻率≥50次20-49次10-19次5-9次1-4次
單字320字312字491字734字3548字
課程初階進階 (803字)高階 (4282字)


Go to:    α    β    γ    δ    ε    ζ    η    θ    ι    κ    λ    μ    ν    ξ    ο    π    ρ    σ    τ    υ    φ    χ    ψ    ω

Α
ἀγαλλιάω 歡樂 I exult, be glad, overjoy (αγαλλια-, 11), ἀγαλλιάσω, ἠγαλλιάσα, -, -, ἠγαλλιάθην
ἁγιάζω 成聖、分別為聖、尊為聖 I sanctify (αγιαδ-, 28), -, ἡγίασα, -, ἡγίασμαι, ἡγιάσθην
ἁγιασμός, ὁ, -οῦ 成聖、聖潔 sanctification, holiness (αγιασμο-, 10)
ἀγνοέω 不知道 I do not know, am ignorant (αγνοε-, 22, agnostic = 不可知論者), -, ἠγνόησα, -, -, -, (ἠγνόουν)
ἀγορά, ἡ, -ᾶς 街市 marketplace (αγορα-, 11, agoraphobia 廣場恐懼症)
ἀγοράζω 買 I buy (αγορατ-, 30), ἀγοράσω, ἠγόρασα, -, ἠγόρασμαι, ἠγοράσθην, (ἠγόραζον)
ἀγρός, ὁ, -οῦ 田地、鄉下 field, country (αγρο-, 36, agrarian = 土地的)
ἀδελφή, ἡ, -ῆς 姐妹 sister (αδελφη-, 26)
ᾅδης, ὁ, -ου 陰間 Hades, hell (ᾳδη-, 10)
ἀδικέω 傷害、虧負 I harm, do wrong (α + δικε-, 28), ἀδικήσω, ἠδικήσα, ἠδικηκα, -, ἠδικήθην
ἀδικία, ἡ, -ας 不義 unrighteousness, injustice (α + δικια-, 25)
ἄδικος, -ον 不義的 unjust, unrighteous (α + δικο-, 12)
ἀδύνατος, -ον 不能的、無力的 impossible, powerless (α + δυνατο-, 10)
ἀθετέω 棄絕、廢棄 I reject, annul (αθετε-, 16), ἀθετήσω, ἠθετήσα, -, -, -
Αἴγυπτος, ἡ, -ου 埃及 Egypt (Αιγυπτο-, 25)
αἰτία, ἡ, -ας 緣故、罪名 cause, accusation (αιτια-, 20, etiology = 原因論、病源學)
ἀκαθαρσία, ἡ, -ας 不潔、污穢 uncleanness (α + καθαρσια-, 10)
ἀκάθαρτος, -ον 不潔、污穢 unclean (α + καθαρτο-, 32)
ἄκανθα, ἡ, -ης 荊棘 thorn (ακανθα-, 14)
ἀκοή, ἡ, -ῆς 消息、風聲 report, news; 聽、耳 hearing, ear (ακοη-, 24)
ἀκροβυστία, ἡ, -ας 沒受割禮 uncircumcision (ακροβυστια-, 20)
ἀλέκτωρ, ὁ, -ορος 公雞 rooster, cock (αλεκτορ-, 12)
ἀληθής, -ές 真的、誠實的 true, real, honest (αληθεσ-, 26) (參看3-3形容詞詞形變化表)
ἀληθινός, -ή, -όν 真的 true, genuine (αληθινο/η-, 28)
ἀληθῶς 真實地 truly, really (18)
ἀλλότριος, -α, -ον 別人、外人 another's, strange, foreign (αλλοτριο/α-, 14)
ἅλυσις, ἡ, -εως 鎖鍊 chain (αλυσι-, 11)
ἅμα (副詞)同時、一同 at the same time, together;(介繫詞)dat: together with 與⋯一同 (10)
ἁμαρτάνω 犯罪 I sin (αμαρτ-, 43, Hamartiology = 罪論), ἁμαρτήσω, ἡμάρτησα or ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, -, -
ἁμαρτωλός, -ον (形容詞)罪的 sinful;(名詞)罪人 sinner (αμαρτωλο-, 47)
ἀμπελών, ὁ, -ῶνος 葡萄園 vineyard (αμπελων-, 23)
ἀμφότεροι, -αι, -α 兩個 both, all (αμφοτερο/α-, 14, amphibian 兩棲類)
ἀνά (介繫詞)acc: ①up, up to; ②each, apiece 各 (13)
ἀναβλέπω ①抬頭看 I look up; ②恢復視力 I regain sight (ανα + βλεπ-, 25), -, ἀνεβλέψα, -, -, -
ἀναγγέλλω 告訴、報告 I tell, report, announce (αν + αγγελ-, 14), ἀναγγελῶ, ἀνήγγειλα, ἀνήγγελκα, -, ἀνηγγέλην, (ἀνήγγελλον)
ἀναγινώσκω 誦讀 I read (aloud) (ανα + γνο-, 32), -, ἀνέγνω, -, -, ἀνεγνώσθην, (ἀνεγίνωσκον)
ἀνάγκη, ἡ, -ης ①必須、勉強 necessity; ②艱難 calamity, hardship (αναγκη-, 17)
ἀνάγω 主動:帶上、獻上 I lead up, offer up;關身:開船 I put to sea, set sail (αν + αγ-, 23), ἀνάξω, ἀνήγαγον, -, -, ἀνήχθην
ἀναιρέω ①殺、除去 I kill, abolish; ②關身:拾起 I take up (αν + αιρε-/ελ-, 24), ἀναιρήσω or ἀνελῶ, ἀνεῖλα or ἀνεῖλον, -, -, ἀνῃρέθην
ἀνάκειμαι 坐席 I recline (at meals) (ανα + κει-, 14), -, -, -, -, -, (ἀνεκείμην)
ἀνακρίνω 考查、評斷 I examine (ανα + κριν-, 16), -, ἀνέκρινα, -, -, ἀνεκρίθην
ἀναλαμβάνω 拿起、接走 I take up, receive up (ανα + λαβ-, 13), ἀναλήψομαι, ἀνέλαβον, ἀνείληφα, -, ἀνελήμφθην
ἀναπαύω 主動:暢快 I refresh;關身:安歇 I rest (ανα + παυ-, 12), ἀναπαύσω, ἀνέπαυσα, -, ἀναπέπαυμαι, ἀνεπάην or ἀνεπαύθην
ἀναπίπτω 坐席、斜倚 I recline, fall back (ανα + πετ-, 12), ἀναπεσοῦμαι, ἀνέπεσον or ἀνέπεσα, -, -, -
ἀνάστασις, ἡ, -εως 復活 resurrection (ανα + στατσι-, 42, Anastasia 女子名)
ἀναστροφή, ἡ, -ῆς 行為、品行 conduct, lifestyle (αναστροφη-, 13)
ἀνατολή, ἡ, -ῆς 東方、升起 east, rising (ανατολη-, 11, Anatolia 安那托利亞 [小亞細亞的舊稱])
ἀναφέρω 帶上、獻上 I bring up, bear, offer (ανα + φερ-, 10), ἀνοίσω, ἀνηνεγκα or ἀνήνεγκον, ἀνενήνοχα, -, ἀνηνέχθην, (ἀνἐφερον)
ἀναχωρέω 離開、退去 I depart, withdraw (ανα + χωρε-, 14), -, ἀνεχώρησα, ἀνακεχώρηκα, -, -
ἄνεμος, ὁ, -ου 風 wind (ανεμο-, 31)
ἀνέχομαι 容忍 I endure, put up with (αν + σεχ-, 15, lit. to hold oneself back), ἀνέξομαι, ἀνεσχόμην, -, -, -
ἀνθίστημι 抗拒、抵擋 I resist, oppose (αντι + στα-, 14), -, ἀνέστην, ἀνθέστηκα, -, ἀντεστάθην
ἀνομία, ἡ, -ας 不法 lawlessness (α + νομια-, 15)
ἀντί (介繫詞)gen: for, instead of 代替 (22, antiChrist = 敵基督)
ἄνωθεν (副詞)①從上、從頭 from above, from the beginning; ②重新 again, anew (13)
ἄξιος, -α, -ον 配得上、相稱的 worthy (αξιο/α-, 41, axiology = 價值論)
ἀπαγγέλλω 告訴 I announce, proclaim (απ + αγγελ-, 45), ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, -, -, ἀπηγγέλην, (ἀπήγγελλον)
ἀπάγω 帶走、領去 I lead away (απ + αγ-, 15), -, ἀπήγαγον, -, -, ἀπήχθην
ἅπαξ (副詞)一次 once, once for all (14, Hapax legomena [ἅπαξ λεγόμενον] 只出現過一次的詞)
ἀπαρνέομαι 否認、捨棄 I deny, renounce (απ + αρνε-, 11), ἀπαρνήσομαι, ἀπηρνησάμην, -, ἀπήρνημαι, ἀπηρνήθην
ἅπας, -ασα, -αν 所有、一切 every, all (απαντ/απασα-, 34)
ἀπειθέω 不信、不順服 I disbelieve, disobey (απειθε-, 14), -, ἠπείθησα, -, -, -, (ἠπείθουν)
ἀπέχω ①得到 I receive (in full); ②遠離 I am distant;③關身:禁戒 I abstain, avoid (απ + σεχ-, 19), -, -, -, -, -, (ἀπεῖχον)
ἀπιστία, ἡ, -ας 不信 unbelief, faithlessness (α + πιστια-, 11)
ἄπιστος, -ον 不信的、不可信的 unbelieving, unbelievable (α + πιστο-, 23)
ἀποδίδωμι 主動:回報 I give back, pay; 關身:賣 I sell (απο + δο-, 48), ἀποδώσω, ἀπέδωκα, -, -, ἀπέδοθην, (ἀπεδίδουν)
ἀποκαλύπτω 啟示、顯露 I reveal (απο + καλυπ-, 26, apocalypse = 啟示), ἀποκαλύψω, ἀπεκάλυψα, -, -, ἀπεκαλύφθην
ἀποκάλυψις, ἡ, -εως 啟示、顯現 revelation (απο + καλυψι-, 18, apocalypse = 啟示)
ἀπολαμβάνω ①得(回) I receive (back); ②領到一旁 take aside (απο + λαβ-, 10), ἀπολή(μ)ψομαι, ἀπέλαβον, ἀπείληφα, -, -
ἀπολογέομαι 辯護、分訴 I defend myself (απο + λογε-, 10, apologetics 護教學), ἀπολογήσω, -, -, -, ἀπολογήθην
ἀπολύτρωσις, ἡ, -εως 救贖、釋放 redemption, release (απολυτρωσι-, 10)
ἅπτω 主動:點燃 I light, ignite;關身:摸 I touch, grasp (αφ-, 39), ἅψω, ἥψα, -, ἧπμαι, ἥφθην, (ἥπτον)
ἀπώλεια, ἡ, -ας 滅亡、沉淪、枉費 destruction, waste (απωλεια-, 18)
ἄρα (連接詞)那麼 then, therefore (49) (參看 易混淆的詞形)
ἀργύριον, τό, -ου 銀、錢 silver, money (αργυριο-, 20)
ἀρέσκω 討⋯喜悅 I please (αρε-, 17), ἀρέσω, ἤρεσα, -, -, -, (ἤρεσκον)
ἀριθμός, ὁ, -οῦ 數目 number (αριθμο-, 18, arithmetics = 算術)
ἀρνέομαι 否認、捨棄 I deny, renounce (αρνε-, 33), ἀρνήσομαι, ἠρνησάμην, -, ἤρνημαι, -, (ἠρνοῦμην)
ἀρνίον, τό, -ου 羔羊 lamb (αρνιο-, 30)
ἁρπάζω 抓住、奪去 I seize, snatch away (αρπαδ-, 14, harpoon = 魚叉), ἁρπάσω, ἥρπασα, ἥρπακα, -, ἡρπάσθην or ἡρπάσγην
ἄρτι (副詞)現在、剛剛 now, just now (36)
ἀρχαῖος, -α, -ον 古、舊的 old, ancient (αρχαιο/α-, 11, archive = 檔案,存檔)
ἄχρι or ἄχρις (介繫詞)gen: until, as far as 直到 (49)
ἄρχων, ὁ, -οντος 首領、官長 ruler (αρχοντ-, 37, monarch = sole [μόνος] ruler 君主)
ἀσέλγεια, ἡ, -ας 邪蕩 licentiousness, debauchery (ασελγεια-, 10)
ἀσθένεια, ἡ, -ας 軟弱、病 weakness, illness (ασθενεια-, 24, neurasthenia = 神經衰弱症)
ἀσθενέω 軟弱、患病 I am weak, sick (ασθενε-, 33), -, ἠσθένησα, ἠσθένηκα, -, -, (ἠσθενοῦν)
ἀσθενής, -ές 軟弱、病的 weak, sick (ασθενεσ-, 26)
ἀσκός, ὁ, -οῦ 皮袋 wineskin, leather bottle (ασκο-, 12)
ἀσπασμός, ὁ, -οῦ 問安 greeting (ασπασμο-, 10)
ἀστήρ, ὁ, -έρος 星 star (αστερ-, 24, asterisk = 星號)
ἀτενίζω 定睛看 I look intently, gaze (ατενιδ-, 14), -, ἠτένισα, -, -, -
αὐξάνω 生長、興旺 I cause to grow, increase (αυξα-, 21, auxiliary = 輔助的), αὐξήσω, ηὔξησα, -, -, ηὐξήθην, (ηὔξανον)
αὐλή, ἡ, -ῆς 院子、羊圈 courtyard, court, sheepfold (αυλη-, 12)
αὔριον (副詞)明天 tomorrow (14)
ἀφαιρέω 除掉、奪去 I take away (αφ + αιρε-/ελ-, 10, aphaeresis 非重音字首之省略), ἀφελῶ, ἀφεῖλον, -, ἀφῄρημαι, ἀφῃρέθην
ἄφεσις, ἡ, -εως 赦免、豁免、釋放 forgiveness, remission, release (αφεσι-, 17)
ἀφίστημι 離開、離棄 I depart, apostatize (απο + στα-, 14), ἀποστήσω, ἀπέστησα or ἀπέστην, -, -, -
ἀφορίζω 分開、分別 I separate, set apart (αφ + οριδ-, 10, aphorism = 格言), ἀφοριῶ, ἀφώρισα, -, ἀφώρισμαι, -, (ἀφώριζον)
ἄφρων, -ον 愚妄、無知 foolish, ignorant (αφρον-, 11)

Β
βάπτισμα, τό, -ατος 洗禮 baptism (βαπτισματ-, 19)
βαπτιστής, ὁ, -οῦ 施洗者 baptist (βαπτιστη-, 12)
βασανίζω 使痛苦、折磨 I torment (βασανιδ-, 12), βασανίσω or βασανιῶ, ἐβασάνισα, -, -, ἐβασανίσθην, (ἐβασάνιζον)
βασιλεύω 作王 I reign (βασιλευ-, 21), βασιλεύσω, ἐβασίλευσα, -, -, -
βαστάζω 擔負、提帶 I bear, carry (βασταδ-, 27), βαστάσω, ἐβάστασα, -, -, -, (ἐβάσταζον)
βῆμα, τό, -ατος ①審判座 judgment seat; ②步伐 step (βηματ-, 12, bema = 教堂中之高座)
βιβλίον, τό, -ου 書卷 book, scroll (βιβλιο-, 34, bible = 聖經)
βίβλος, ἡ, -ου 書卷、記錄 book, scroll, record (βιβλο-, 10, bibliography = 參考書目)
βίος, ὁ, -ου 生活、生計 life, livelihood (βιο-, 10, biology 生物學)
βλασφημέω 褻瀆、辱罵、毀謗 I blaspheme, revile, slander (βλασφημε-, 34), -, ἐβλασφήμησα, -, -, ἐβλασφημήθην, (ἐβλασφήμουν)
βλασφημία, ἡ, -ας 褻瀆、毀謗 blaspheme, slander (βλασφημια-, 18)
βοάω 喊叫 I shout, cry out (βοα-, 12), βοήσω, ἐβόησα, -, -, -, (ἐβόων)
βουλή, ἡ, -ῆς 旨意、計謀 purpose, counsel, decision (βουλη-, 12)
βούλομαι 意願 I wish, determine (βουλ/βουλε-, 37), -, -, -, -, ἐβουλήθην, (ἐβουλόμην)
βροντή, ἡ, -ῆς 雷 thunder (βροντη-, 12, brontosaurus = lit. thunder-lizard 雷龍)
βρῶμα, τό, -ατος 食物 food (βρωματ-, 17)
βρῶσις, ἡ, -εως 食物、吃 food, eating, consuming (βρωσι-, 11)

Γ
γαμέω 婚娶 I marry (γαμε-, 28, bigamy 重婚), -, ἔγημα or ἐγάμησα, γεγάμηκα, -, ἐγαμήθην, (ἐγάμουν)
γάμος, ὁ, -ου 婚姻、婚禮 marriage, wedding (γαμο-, 16, monogamy = 一夫一妻制)
γε (質詞)果真 indeed, really, even (26)
γέεννα, ἡ, -ης 地獄 hell, Gehenna (γεεννα-, 12)
γέμω 充滿 I am full (γεμ-, 11), -, -, -, -, -, (ἔγεμον)
γενεά, ἡ, -ας 世代 generation (γενεα-, 43, genealogy = 家譜)
γένος, τό, -ους 族類、後裔、類別 race, offspring, kind (γενεσ-, 20, akin to genus 種)
γεύομαι 嚐、吃 I taste, eat, experience (γευ-, 15, disgust = to offend the taste of), γεύσομαι, ἐγευσάμην, -, -, -
γεωργός, ὁ, -οῦ 農夫、栽培者 farmer (γεωργο-, 19, George)
γνωρίζω ①指示、告訴(使知道) I make known; ②知道 I know (γνωριδ-, 25), γνωρίσω, ἐγνώρισα, -, -, ἐγνωρίσθην
γνῶσις, ἡ, -εως 知識 knowledge (γνωσι-, 29, Gnostics = 諾斯底主義者)
γνωστός , -ή, -όν 知道的、認識的 known, acquaintance (γνωστο/η-, 15)
γονεύς, ὁ, -έως 父母 parent (γονεϝ-, 20)
γόνυ, τό, -ατος 膝 knee (γονϝ/γονατ-, 12)
γράμμα, τό, -ατος 字母、經書、學問 letter (of the alphabet), writing, learning (γραμματ-, 14, grammar = 文法)
γρηγορέω 儆醒 I keep watch, am awake (γρηγορε-, 22, Gregory), -, ἐγρηγόρησα, -, -, -
γυμνός, -ή, -όν 赤身的 naked, bare, uncovered (γυμνο/η-, 15, gymnasium 健身房)

Δ
δαιμονίζομαι 鬼附 I am demon possessed (δαιμονιδ-, 13), -, -, -, -, ἐδαιμονίσθην
δάκρυον, τό, -ου 眼淚 tear (δακρυο-, 10)
δεῖπνον, τό, -ου 晚餐、筵席 supper, meal, banquet (δειπνο-, 16)
δέησις, ἡ, -εως 祈求、懇求 entreaty, request, petition (δεησι-, 18)
δέκα 十 ten (25, decade = 十年) [Indeclinable] (參看數字表)
δένδρον, τό, -ου 樹 tree (δενδρο-, 25)
δέομαι 求、祈求 I beg, beseech, pray (δε-, 22), -, -, -, -, ἐδεήθην, (ἐδοῦμην)
δέρω 打 I beat, strike, whip (δερ/δαρ-, 15), δερῶ, ἔδειρα, -, δέδαρμαι, ἐδάρην, (ἔδερον)
δέσμιος, ὁ, -ου 囚犯 prisoner (δεσμιο-, 16)
δεσμός, ὁ, -οῦ 鎖鍊、捆鎖 fetter, chain, bond (δεσμο-, 18)
δεσπότης, ὁ, -ου 主、主人 master, lord, owner (δεσποτη-, 10, despot = 暴君)
δεῦτε (感嘆詞)來吧 come! (12) (當 δεῦρο 的複數使用)
δεύτερος, -α, -ον 第二 second (δευτερο/α-, 43, Deuteronomy = 申命記) (參看數字表)
δέω 捆綁 I bind (δε-, 43, diadem = 王冠), -, ἔδησα, δέδεκα, δέδεμαι, ἐδέθην
δηνάριον, τό, -ου 得拿利 denarius (δηναριο-, 16)
διάβολος, -ον (名詞)魔鬼 the Devil;(形容詞)說讒言的 slanderous (διαβολο-, 37)
διαθήκη, ἡ, -ης 盟約 covenant (διαθηκη-, 33)
διακονέω 服事 I wait upon, serve, minister (δι + ακονε-, 37), διακονήσω, διηκόνησα, -, -, διηκονήθην, (διηκόνουν)
διακονία, ἡ, -ας 服事、職事 service, ministry (διακονια-, 34)
διάκονος, ὁ and ἡ, -ου 用人、執事 servant, minister, deacon (διακονο-, 29)
διακρίνω 分辨、區分 I discern, distinguish;關身:疑惑、爭辯 I doubt, take issue (δια + κριν-, 19), -, διέκρινα, -, -, διεκρίθην, (διέκρινον)
διαλέγομαι 講論、爭辯 I discourse, dispute (δια + λεγ-, 13), -, διελεξάμην, -, -, διελέχθην, (διελεγόμην)
διαλογίζομαι 思想、議論 I ponder, reason, discuss (δια + λογιδ-, 16), -, -, -, -, -, (διελογιζόμην)
διαλογισμός, ὁ, -οῦ 意念、爭論 thought, opinion, discussion (διαλογισμο-, 14, dialogue = 對話)
διαμαρτύρομαι 鄭重見證、囑咐 I solemnly testify, charge, warn (δια + μαρτυρ-, 15), διαμαρτυροῦμαι, διεμαρτυράμην, -, -, -, (διεμαρτυρόμην)
διαμερίζω 分開、分給 I divide, distribute (δια + μεριδ-, 11), διαμεριῶ, διεμέρισα, -, διαμεμέρισμαι, διεμερίσθην, (διεμέριζον)
διάνοια, ἡ, -ας 意念 mind, intellect, understanding (διανοια-, 12)
διατάσσω 吩咐、安排 I command, arrange (δια + ταγ-, 16), διατάξομαι, διέταξα, διατέταχα, διατέταγμαι, διετάχθην or διετάγην
διαφέρω ①帶著 I carry; ②分別、勝於 I differ, am superior (δια + φερ/οι/ενεχ-, 13), διοίσω, διήνεγκα, -, -, -, (διέφερον)
διδασκαλία, ἡ, -ας 教訓、道理 teaching, doctrine (διδασκαλια-, 21)
διδαχή, ἡ, -ῆς 教導 teaching (διδαχη-, 30, didactic = 教導的)
διέρχομαι 經過 I go through, pass through (δι + ερχ/ελευθ-, 43), διελεύσομαι, διῆλθον, διελήλυθα, -, -, (διηρχόμην)
δικαιόω 稱義、證實為義 I justify, vindicate (δικαιο-, 39), δικαιώσω, ἐδικαίωσα, -, δεδικαίωμαι, ἐδικαιώθην
δικαίωμα, τό, -ατος 條例、要求 regulation, requirement; 義行 righteous deed (δικαιωματ-, 10)
δίκτυον, τό, -ου 網 net, fishnet (δικτυο-, 12)
διότι (連接詞)因為 because (δια + οτι-, 23)
διψάω 口渴 I thirst (διψα-, 16, dipsomania = 酗酒狂), διψήσω, ἐδιψήσα, -, -, -
διωγμός, ὁ, -οῦ 逼迫 persecution (διωγμο-, 10)
διώκω 追求、逼迫 I pursue, persecute (διωκ-, 45), διώξω, ἐδίωξα, -, δεδίωγμαι, ἐδιώχθην, (ἐδίωκον)
δοκιμάζω 試驗、驗中 I test, examine, approve (δοκιματ-, 22), δοκιμάσω, ἐδοκίμασα, -, δεδοκίμασμαι, ἐδοκιμάσθην
δόλος, ὁ, -ου 詭詐 deceit, trickery (δολο-, 11)
δουλεύω 服事、作奴僕 I serve as a slave (δουλευ-, 25), δουλεύσω, ἐδούλευσα, δεδούλευκα, -, -
δράκων, ὁ, -οντος 龍 dragon (δρακοντ-, 13)
δυνατός, -ή, -όν 有能力、可能的 powerful, possible (δυνατο/η-, 32)
δωρεά, ἡ, -ᾶς 禮物 gift (δωρεα-, 11)
δῶρον, τό, -ου 禮物、奉獻 gift, offering (δωρο-, 19, Theodore, Dorothy = gift of God)

Ε
ἐάω 容許、任由 I allow, leave alone (εα-, 11), ἐάσω, εἴασα, -, -, εἰάθην, (εἴων)
ἐγγίζω 靠近 I come near (εγγιδ-, 42), ἐγγιῶ, ἤγγισα, ἤγγικα, -, -, (ἤγγιζον)
ἐγγύς (副詞)近了 near, at hand;(介繫詞)gen: near 與⋯相近 (31)
ἐγκαταλείπω 離棄、留下 I leave (behind), forsake (εγ + κατα + λιπ-, 10), ἐγκαταλείψω, ἐγκατέλειψα or ἐγκατέλιπον, ἐγκαταλέλοιπα, -, ἐγκατελείφθην, (ἐγκατέλειπον)
ἔθος, τό, -ους 規矩、條例 custom, habit (εθεσ-, 12, ethics = 倫理學)
εἴδωλον, τό, -ου 偶像 idol (ειδωλο-, 11)
εἴκοσι 廿 twenty (11) [Indeclinable] (參看數字表)
εἰκών, ἡ, -όνος 像、形像 image (εικον-, 23, icon = 聖像)
εἰσάγω 領進、帶進 I lead in, bring in (εισ + αγ-, 11), εἰσάξω, εἰσήγαγον, -, -, εἰσήχθην
εἰσπορεύομαι 進入 I enter, go in (εισ + πορευ-, 18), -, -, -, -, -, (εἰσεπορευόμην)
εἶτα (副詞)然後、以後 then, afterwards (15)
ἑκατόν 百 hundred (17) [Indeclinable] (參看數字表)
ἑκατοντάρχης, ὁ, -ου 百夫長 centurion (εκατονταρχ(η)-, 20, 亦拼為 ἑκατόνταρχος)
ἐκεῖθεν (副詞)從那裡 from there, thence (37)
ἐκκόπτω 砍掉、斬斷 I cut off, cut down (εκ + κοπ-, 10), ἐκκόψα, ἐξέκοψα, -, -, ἐξεκόπην
ἐκλέγομαι 揀選 I pick out, choose (εκ + λεγ-, 22, lit. to speak out), -, ἐξελεξάμην, -, ἐκλέλεγμαι, -, (ἐξελεγόμην)
ἐκλεκτός, -ή, -όν 蒙揀選的 chosen, elect (εκλεκτο/η-, 22, eclectic = [自不同材料加以]選擇,折衷)
ἐκπίπτω ①落下、掉落 I fall off; ②擱淺 I run aground (εκ + πετ-, 10), ἐκπεσοῦμαι, ἐξέπεσον or ἐξέπεσα, ἐκπέπτωκα, -, -
ἐκπλήσσω 希奇 I am astonished, amazed (εκ + πλαγ-, 13), -, ἐξέπληξα, -, -, ἐξεπλάγην, (ἐξέπλησσον)
ἐκπορεύομαι 出來 I go out, come out (εκ + πορευ-, 33), ἐκπορεύσομαι, -, -, -, -, (ἐξεπορευόμην)
ἐκτείνω 伸(手) I stretch forth (εκ + τειν-, 16), ἐκτενῶ, ἐξέτεινα, ἐκτέτακα, ἐκτέταμαι, ἐξετάθην, (ἐξέτεινον)
ἕκτος, -η, -ον 第六 sixth (εκτο/η-, 14) (參看數字表)
ἐκχέω 倒出、流(血) I pour out, shed (εκ + χε-, 16), ἐκχεῶ, ἐξέχεα, ἐκκέχυκα, ἐκκέχυμαι, ἐξεχύθην, (ἐξεχέον)
ἐκχύννομαι 倒出、流出 I pour out (εκ + χυ-, 11), -, -, -, ἐκκέχυμαι, ἐξεχύθην, (ἐξεχυννόμην)
ἐλαία, ἡ, -ας 橄欖樹 olive tree (ελαια-, 15)
ἔλαιον, τό, -ου 橄欖油 olive oil (ελαιο-, 11, oleo- = akin to oil, 油)
ἐλάχιστος, -η, -ον 最小的 least (ελαχιστο/η-, 14) (the superative of μικρός)
ἐλέγχω 責備、指證 I reprove, convict (ελεγχ-, 17, elenchus = 辯駁), ἐλέγξω, ἤλεγξα, -, -, ἠλέγχθην
ἐλεέω 憐憫 I have mercy (ελεε-, 28, eleemosynary = 慈善的), ἐλεήσω, ἠλέησα, -, ἠλέημαι, ἠλεήθην
ἐλεημοσύνη, ἡ, -ης 施捨(物)、賙濟 alms (ελεημοσυνη-, 13, eleemosynary = 慈善的)
ἔλεος, τό, -ους 憐憫 pity, mercy (ελεεσ-, 27)
ἐλευθερία, ἡ, -ας 自由 liberty, freedom (ελευθερια-, 11)
ἐλεύθερος, -α, -ον 自由的 free (ελευθερο/α-, 23)
Ἕλλην, ὁ, -ηνος 希利尼人 Greek (Ελλεν-, 25, Hellenize = 希臘化)
ἐλπίζω 盼望 I hope (ελπιδ-, 31), ἐλπιῶ, ἤλπισα, ἤλπικα, -, -, (ἤλπιζον)
ἐμαυτοῦ, -ῆς 我自己 of myself (37) (參看 反身代名詞 詞形變化表)
ἐμβαίνω 上(船) I embark, step in (a boat) (εν + βα-, 16), -, ἐνέβην, -, -, -
ἐμβλέπω 注視 I gaze attentively (εν + βλεπ-, 12), ἐμβλέψω, ἐνέβλεψα, -, -, -, (ἐνέβλεπον)
ἐμπαίζω ①戲弄 I mock; ②愚弄 I trick (εν + παιγ-, 13), ἐμπαίξω, ἐνέπαιξα, ἐμπέπαιχα, -, ἐνεπαίχθην, (ἐνέπαιζον)
ἔμπροσθεν (介繫詞)gen: before, in front of 在⋯面前 (48)
ἐμφανίζω 顯現 I manifest; passive: I appear; 報知 I inform (εν + φανιδ-, 10), ἐμφανίσω, ἐνεφάνισα, -, -, ἐνεφανίσθην
ἔνατος, -η, -ον 第九 ninth (ενατο/η-, 10) (參看數字表)
ἐνδείκνυμι 彰顯、顯明 I show forth, exhibit, demonstrate (εν + δεικ-, 11), ἐνδείξω, ἐνέδειξα, -, -, -
ἐνδύω 穿上 I put on, clothe (εν + δυ-, 27), -, ἐνέδυσα, -, ἐνδέδυμαι, -
ἕνεκα or ἕνεκεν (介繫詞)gen: on account of, for the sake of 因、為⋯ (26)
ἐνεργέω 發動、運行 I am at work, effective (εν + εργε-, 21, energy = 能量), -, ἐνήργησα, -, -, -, (ἐνήργουν)
ἐνιαυτός, ὁ, -οῦ 年 year (ενιαυτο-, 14)
ἔνοχος, -ον 有罪責於、受制於 liable, guilty (ενοχο-, 10)
ἐντεῦθεν ①從這裡 from here; ②這邊⋯那邊 on this side… on that side (10)
ἐντέλλομαι 吩咐 I command (εν + τελ-, 15), ἐντελοῦμαι, ἐνετειλάμην, -, ἐντέταλμαι, -
ἕξ 六 six (13, hexagon = 六角形) [Indeclinable] (參看數字表)
ἐξάγω 領出、帶出 I lead out, bring out (εξ + αγ-, 12), ἐξάξω, ἐξήγαγον, -, -, ἐξήχθην
ἐξαποστέλλω 差遣、打發 I send forth, send away (εξ + απο + στελ-, 13), ἐξαποστελῶ, ἐξαπέστειλα, ἐξαπέσταλκα, -, ἐξαπεστάλην
ἔξεστιν 可以 it is lawful (ἐξ + ἐστιν, 31)
ἐξίστημι 驚奇、癲狂 I amaze, am amazed, out of mind (εκ + στα-, 17), ἐκστήσω, ἐξέστησα or ἐξέστην, ἐξέστακα, -, -, (ἐξιστάμην)
ἐξομολογέω 主動:同意 I consent;關身:承認、讚美 I confess, praise (εξ + ομολογε-, 10), ἐξομολογήσω, ἐξωμολόγησα, -, -, -
ἐξουθενέω 藐視、輕看 I despise; 厭棄 I reject (εξ + ουθενε-, 11), ἐξουθενήσω, ἐξουθένησα, -, ἐξουθένημαι, ἐξουθενήθην
ἔξωθεν (副詞)從外面 from outside;(介繫詞)gen: outside of 在⋯外 (13)
ἑορτή, ἡ, -ῆς 節期 feast, festival (εορτη-, 25, Heortology = 宗教節日學)
ἐπαγγέλλομαι 應許、自稱 I promise, profess (επ + αγγελ-, 15), -, ἐπηγγειλάμην, -, ἐπήγγελμαι, -
ἔπαινος, ὁ, -ου 稱讚 praise, commendation (επαινο-, 11)
ἐπαίρω 舉起 I lift up (επ + αρ-, 19), -, ἐπῆρα, ἐπῆρκα, -, ἐπήρθην
ἐπαισχύνομαι 羞恥 I am ashamed (επ + αισχυν-, 11), -, -, -, -, ἐπαισχύνθην or ἐπῃσχύνθην
ἐπάνω (介繫詞)gen: above, over 在⋯上 (19, ἐπι + άνω)
ἐπαύριον (副詞)次日 the next day, tomorrow (17)
ἐπεί (連接詞)因為、既然 because, since, for otherwise (26)
ἐπειδή (連接詞)①既然、因為 since, because; ②當、之後 when, after (10)
ἔπειτα (副詞)然後、以後 then, afterwards (16)
ἐπιβάλλω 放上、下手捉拿 I lay upon (επι + βαλ-, 18), ἐπιβαλῶ, ἐπέβαλον, -, -, -, (ἐπέβαλλον)
ἐπιγινώσκω 知道、認出 I come to know, recognize (επι + γνο-, 44), ἐπιγνώσομαι, ἐπέγνων, ἐπέγνωκα, -, ἐπεγνώσθην
ἐπίγνωσις, ἡ, -εως (真)知識 (full) knowledge (επι + γνωσι-, 20)
ἐπιζητέω 尋找、尋求 I search, seek for (επι + ζητε-, 13), ἐπιζητήσω, ἐπεζήτησα, -, -, ἐπεζητήθην, (ἐπεζήτουν)
ἐπιθυμέω 渴望、貪戀 I desire, lust, covet (επι + θυμε-, 16), ἐπιθυμήσω, ἐπεθύμησα, -, -, -, (ἐπεθύμουν)
ἐπιθυμία, ἡ, -ας 欲望、私慾 eager desire, passion (επι + θυμια-, 38)
ἐπικαλέω 主動:稱呼 I call, name;關身:呼求 I call on, appeal (επι + καλεϝ-, 30), -, ἐπεκαλέσα, -, ἐπικέκλημαι, ἐπεκλήθην
ἐπιλαμβάνομαι 抓住 I take hold of, help (επι + λαβ-, 19), ἐπιλήψομαι, ἐπελαβόμην, -, -, -
ἐπιμένω 停留 I continue, remain (επι + μεν-, 16), ἐπιμενῶ, ἐπέμεινα, -, -, -, (ἐπέμενον)
ἐπιπίπτω 落在⋯上 I fall upon (επι + πετ-, 11), -, ἐπέπεσον, ἐπιπέπτωκα, -, -
ἐπισκέπτομαι 眷顧、看望 I visit, care; 檢查 I inspect (επι + σκεπ-, 11, episcopal = 主教制的), ἐπισκέψομαι, ἐπεσκεψάμην, -, ἐπέσκεμμαι, ἐπεσκέφθην
ἐπίσταμαι 明白、知道 I understand, know (επι + στα-, 14, epistemology 認識論), -, -, -, -, -, (ἠπιστάμην)
ἐπιστολή, ἡ, -ῆς 信函、書信 letter, epistle (επιστολη-, 24)
ἐπιστρέφω (使)轉身、轉回 I turn, return (επι + στρεφ-, 36), ἐπιστρέψω, ἐπέστρεψα, -, -, ἐπεστράφην
ἐπιτάσσω 吩咐 I command, order (επι + ταγ-, 10), -, ἐπέταξα, -, ἐπιτέταγμαι, ἐπετάγην
ἐπιτελέω 完成、成全 I finish, complete, perform (επι + τελεϝ-, 10), ἐπιτελέσω, ἐπετέλεσα, -, -, ἐπετελέσθην
ἐπιτίθημι 放在⋯上 I lay upon (επι + θε-, 39), ἐπιθήσω, ἐπέθηκα, -, -, -, (ἐπετίθουν)
ἐπιτιμάω 責備、嚴囑 I rebuke, warn (επι + τιμα-, 29), -, ἐπετιμησα, -, -, -, (ἐπετίμων)
ἐπιτρέπω 准許 I allow, permit (επι + τρεπ-, 18), -, ἐπέτρεψα, -, -, ἐπετράπην
ἐπουράνιος, -ον 天上的、屬天的 heavenly (επ + ουρανιο-, 19)
ἐργάζομαι 作工 I work (εργατ-, 41), -, ἠργασάμην, -, -, -, (ἠργαζόμην)
ἐργάτης, ὁ, -ου 工人 worker (εργατη-, 16)
ἔρημος, ἡ, -ου (名詞)曠野 wilderness, desert;(形容詞)荒涼的 desolate (ερημο-, 48, hermit = 隱士)
ἔσωθεν (副詞)從裡面 from within, inside, inwardly (12)
ἑτοιμάζω 預備 I prepare (ετοιματ-, 40), ἑτοιμάσω, ἡτοίμασα, ἡτοίμακα, ἡτοίμασμαι, ἡτοιμάσθην
ἕτοιμος, -η, -ον 預備好的 ready, prepared (ετοιμο/η-, 17)
ἔτος, τό, -ους 年 year (ετεσ-, 49)
εὐδοκέω 喜悅、以⋯為可喜的 I am well pleased, think it good (ευδοκε-, 21), -, εὐδόκησα or ηὐδόκησα, -, -, -
εὐθέως (副詞)立刻 immediately (36)
εὐλογέω 祝福、稱頌 I bless (ευλογε-, 42, eulogy 悼詞), εὐλογήσω, εὐλόγησα, εὐλόγηκα, εὐλόγημαι, εὐλογήθην
εὐλογία, ἡ, -ας 福、頌讚 blessing, praise (ευλογια-, 16)
εὐσέβεια, ἡ, -ας 敬虔 piety, godliness (ευσεβεια-, 15, Eusebius 優西比)
εὐφραίνω 歡樂 I rejoice, cheer, be merry (ευφραν-, 14), εὐφρανῶ, εὔφρανα or ηὔφρανα, -, -, εὐφράνθην, (εὔφραινον)
εὐχαριστέω 感謝 I give thanks (ευ + χαριστε-, 38, Eucharist = 聖餐), -, εὐχαρίστησα, -, -, εὐχαριστήθην
εὐχαριστία, ἡ, -ας 感謝 thanksgiving (ευχαριστια-, 15)
ἐφίστημι 站⋯旁、臨到、前來 I stand near, come upon, approach (επ + στα-, 21), -, ἐπέστην, ἐφέστηκα, -, ἐπεστάθην
ἐχθρός, -ά, -όν (名詞)仇敵 enemy;(形容詞)敵對的 hostile (εχθρο/α-, 32)

Ζ
ζῆλος, ὁ, -ου 熱心、嫉妒 zeal, jealousy (ζηλο-, 16)
ζηλόω 切慕、嫉妒 I am zealous, jealous (ζηλο-, 11, zeal = 熱心), ζηλώσω, ἐζήλωσα, ἐζήλωκα, -, -
ζύμη, ἡ, -ης 麵酵 leaven, yeast (ζυμη-, 13, enzyme = 酵素)
ζῷον, τό, -ου 活物、牲畜 living creature, animal (ζωο-, 23, zoology = 動物學)
ζῳοποιέω 使活 I make alive, give life (ζῳοποιε-, 11), ζῳοποιήσω, ἐζῳοποίησα, -, -, ἐζῳοποιήθην

Η
ἡγεμών, ὁ, -όνος 巡撫、臣宰 governor, leader (ηγεμον-, 20, hegemony = 霸權)
ἡγέομαι ①領首 I lead, rule; ②視為 I regard, consider (ηγε-, 28), -, ἡγήσαμην, -, ἥγημαι, -
ἥκω 來到、在這裡 I have come, am present (ηκ-, 26), ἥξω, ἧξα, ἥκα, -, -
ἥλιος, ὁ, -ου 太陽 sun (ηλιο-, 32, helium = 氦)

Θ
θανατόω 治死、殺死 I put to death (θανατο-, 11), θανατώσω, ἐθανάτωσα, -, τεθανάτωμαι, ἐθανατώθην
θάπτω 埋葬 I bury (θαπ/ταφ-, 11), θάψω, ἔθαψα, -, τέθαμμαι, ἐτάφην, (ἔθαπτον)
θαυμάζω 希奇 I marvel, wonder at (θαυματ-, 43, thaumaturge = 魔術師), -, ἐθαύμασα, -, -, ἐθαυμάσθην, (ἐθαύμαζον)
θεάομαι 看見、觀看 I behold, look on (θεα-, 22, theater = 戲院), -, ἐθεασάμην, -, τεθέαμαι, ἐθεάθην
θεμέλιος, ὁ, -ου 根基 foundation (θεμελιο-, 15)
θεραπεύω 醫治、服事 I heal, serve (θεραπευ-, 43, therapeutic = 治療的), θεραπεύσω, ἐθεράπευσα, -, τεθεράπευμαι, ἐθεραπεύθην
θερίζω 收成 I reap (θεριτ-, 21), θερίσω or θεριῶ, ἐθέρισα, -, -, ἐθερίσθην
θερισμός, ὁ, -οῦ 莊稼、收成 harvest (θερισμο-, 13)
θηρίον, τό, -ου 野獸 wild beast (θηριο-, 46, theriomorphic = 獸形的)
θλῖψις, ἡ, -εως 患難 tribulation (θλιψι-, 45)
θησαυρός, ὁ, οῦ 財寶、寶庫 treasure, treasury (θησαυρο-, 17, thesaurus = 同義詞庫)
θλίβω 擠壓、欺壓 I press, oppress; 關身:受苦 to suffer affliction (θλιβ-, 10), θλίψω, ἔθλιψα, -, τέθλιμμαι, ἐθλίβην
θρίξ, ἡ, τριχός 髮、毛 hair, thread (τριχ-, 15) (θρίξ, τριχός, -, τρίχα, τρίχες, τριχῶν, θριξίν, τρίχας)
θυγάτηρ, ἡ, -τρός 女兒 daughter (θυγατερ-, 28)
θυμός, ὁ, -οῦ 怒氣 wrath, fury, rage (θυμο-, 18)
θύρα, ἡ, -ας 門 door (θυρα-, 39)
θυσία, ἡ, -ας 祭祀、祭物 sacrifice (θυσια-, 28)
θυσιαστήριον, τό, -ου 祭壇、壇 altar (θυσιαστηριο-, 23)
θύω 獻祭、宰殺 I sacrifice, slaughter (θυ-, 14, thyme = 百里香), θύσω, ἔθυσα, τέθυκα, τέθυμαι, ἐτύθην, (ἔθυον)

Ι
ἰάομαι 治癒 I heal (ια-, 26, pediatrics = 小兒科 medical care of children [παῖς]), ἰάσομαι, ἰασάμην, -, ἴαμαι, ἰάθην, (ἰώμην)
ἱερεύς, ὁ, -έως 祭司 priest (ιερεϝ-, 31, hierarchy = 僧侶統治)
ἱκανός, -ή, -όν 多、夠、配 sufficient, considerable, worthy (ικανο/η-, 39)
ἵππος, ὁ, -ου 馬 horse (ιππο-, 17, hippopotamus = 河馬 lit. a river-horse)
ἰσχυρός, -ά, -όν 強壯、有力的 strong, mighty (ισχυρο/α-, 29)
ἰσχύς, ἡ, -ύος 力量、能力 strength, power, might (ισχυ-, 10)
ἰσχύω 強壯、能夠、得勝 I am strong, able (ισχυ-, 28), ἰσχύσω, ἴσχυσα, -, -, -, (ἴσχυον)
ἰχθύς, ὁ, -ύος 魚 fish (ιχθυ-, 20, ichthyology = 魚類學)

Κ
καθάπερ (連接詞)如同 as, just as (13)
καθαρίζω 潔淨 I cleanse (καθαριδ-, 31, catharsis = 淨化), καθαριῶ, ἐκαθάρισα, -, κεκαθάρισμαι, ἐκαθαρίσθην
καθαρός, -ά, -όν 清潔、純淨 clean, pure (καθαρο/α-, 27, catharsis = 淨化)
καθεύδω 睡覺 I sleep (καθευδ-, 22), -, -, -, -, -, (ἐκάθευδον)
καθίζω 坐 I seat, sit (καθιδ-, 46, cathedral = 大教堂), καθίσω or καθιῶ, ἐκάθισα, κεκάθικα, -, -
καθίστημι ①設立、指派 I set, appoint; ②成為 constitute (κατα + στα-, 21), καταστήσω, κατέστησα, -, καθέσταμαι, κατεστάθην
καινός, -ή, -όν 新的 new, fresh (καινο/η-, 42)
καίω 主動:使燃 I light, kindle;關身:燒著 I burn (καϝ-, 12, caustic = 腐蝕性的), καύσω, ἔκαυσα, -, κέκαυμαι, ἐκαύθην
κακία, ἡ, -ας 罪惡、惡毒 evil, malice; 難處 trouble, calamity (κακια-, 11)
κακῶς (副詞)極為、錯誤地 badly, wrongly (16)
κάλαμος, ὁ, -ου 蘆葦、葦子 reed, staff, measuring rod, reed-pen (καλαμο-, 12, calamus = 蘆笛)
καλῶς (副詞)好、不錯 well, rightly (37)
καπνός, ὁ, -οῦ 煙 smoke (καπνο-, 13)
καταβολή, ἡ, -ῆς 根基 foundation (καταβολη-, 11)
καταγγέλλω 傳講 I proclaim, announce (κατα + αγγελ-, 18), -, κατήγγειλα, κατήγγελκα, -, κατηγγέλην, (κατήγγελλον)
καταισχύνω 羞愧 I put to shame (κατα + αισχυν-, 13), -, -, -, κατῄσχυμμαι, κατῃσχύνθην, (κατῄσχυνον)
κατακαίω 燒盡 I burn up (κατα + καϝ-, 12), κατακαύσω, κατέκαυσα, -, -, κατεκάην or κατεκαύθην, (κατέκαιον)
κατάκειμαι ①躺臥 I lie down;②坐席 I recline (at meals) (κατα + κει-, 12), κατακείσομαι, -, -, -, -, (κατεκείμην)
κατακρίνω 定罪 I condemn (κατα + κριν-, 18), κατακρινῶ, κατέκρινα, -, κατακέκριμαι, κατεκρίθην
καταλαμβάνω 拿到、追上 I take hold of, obtain, overtake;關身:領會 apprehend (κατα + λαβ-, 15), -, κατέλαβον, κατείληφα, κατείλημμαι, κατελήμφθην
καταλείπω 離開、撇下、留下 I leave (behind), forsake (κατα + λειπ-, 24), καταλείψω, κατέλειψα or κατέλιπον, -, καταλέλειμαι, κατελείφθην
καταλύω ①拆毀、廢掉 I destroy, abolish; ②住宿 I lodge (κατα + λυ-, 17, catalyze = 催化), καταλύσω, κατέλυσα, -, -, κατελύθην
κατανοέω 觀看、思想 I observe, consider (κατα + νοε-, 14), κατανοήσω, κατενόησα, -, -, -, (κατενόουν)
καταντάω 到達 I come to, arrive (κατα + ντα-, 13), καταντήσω, κατήντησα, κατήντηκα, -, -
καταργέω 作廢、毀滅 I nullify, abolish (κατα + εργε-, 27), καταργήσω, κατήργησα, κατήργηκα, κατήργημαι, κατηργήθην
καταρτίζω ①復原、修補 I restore, mend; ②預備、成全 prepare (κατα + ερτιδ-, 13), καταρτίσω, κατήρτισα, -, κατήρτισμαι, κατηρτίσθην
κατασκευάζω 預備 I prepare; 建造 I build, construct (κατα + σκευαδ-, 11), κατασκευάσω, κατεσκεύασα, κατεσκεύακα, κατεσκεύασμαι, κατεσκευάσθην
κατεργάζομαι 作成、產生 I work out, produce, do (κατ + εργατ-, 22), -, κατειργασάμην, -, κατείργασμαι, κατειργάσθην
κατέρχομαι 下來、下去 I come/go down (κατ + ερχ/ελευθ-, 16), -, κατῆλθον, -, -, -
κατεσθίω 吞吃 I eat up, devour (κατ + εσθι-, 14), καταφάγομαι, κατέφαγον, -, -, -
κατέχω ①持守、擁有 I hold fast; ②攔阻、留下 hold back (κατ + σεχ-, 17), -, κατέσχον, -, -, -, (κατεῖχον)
κατηγορέω 控告 I accuse (κατηγορε-, 23, categorical = 斷言的), κατηγορήσω, κατηγόρησα, -, -, -, (κατηγόρουν)
κατοικέω 居住 I inhabit, dwell (κατ + οικε-, 44), -, κατῴκησα, -, -, -
καυχάομαι 誇口 I boast (καυχα-, 37), καυχήσομαι, ἐκαυχησάμην, -, κεκαύχημαι, -
καύχημα, τό, -ατος 誇口 boasting, pride (καυχηματ-, 11)
καύχησις, ἡ, -εως 誇口 boasting, pride (καυχησι-, 11)
κεῖμαι 躺臥、放置、設立 I lie, recline; am laid, appointed (κει-, 24), κείσομαι, -, -, -, -, (ἐκείμην)
κελεύω 吩咐 I command, order (κελευ-, 25), κελεύσω, ἐκέλευσα, -, -, ἐκελεύσθην, (ἐκέλευον)
κενός, -ή, -όν 空的、徒然的 empty, vain (κενο/η-, 18, Kenosis = 虛己論)
κερδαίνω 得到、賺得 I gain (κερδα-, 17), κερδήσω, ἐκέρδησα or ἐκέρδανα, -, -, ἐκερδήθην
κέρας, τό, -ατος 角 horn (κερατ-, 11, rhinoceros = 犀牛 lit. nose-horn)
κλάδος, ὁ, -ου 樹枝 branch, twig (κλαδο-, 11)
κλαίω 哭泣 I weep (κλαϝ-, 40), κλαύσω, ἔκλαυσα, -, -, -, (ἔκλαιον)
κλάω 擘餅 I break (bread) (κλα-, 14, iconoclast = 反對聖像崇拜者 a breaker of images), κλάσω, ἔκλασα, -, κέκλασμαι, ἐκλάσθην
κλείω 關閉 I shut, close (κλει-, 16), κλείσω, ἔκλεισα, -, κέκλεισμαι, ἐκλείσθην
κλέπτης, ὁ, -ου 賊、小偷 thief (κλεπτη-, 16, kleptomania 偷竊癖)
κλέπτω 偷竊 I steal (κλεπ-, 13, kleptomania 偷竊癖), κλέψω, ἔκλεψα, -, κέκλεμμαι, ἐκλάπην
κληρονομέω 承受 I inherit (κληρονομε-, 18), κληρονομήσω, ἐκληρονόμησα, κεκληρονόμηκα, -, -
κληρονομία, ἡ, -ας 產業、基業 inheritance (κληρονομια-, 14)
κληρονόμος, ὁ, -ου 繼承人、後嗣 heir (κληρονομο-, 15)
κλῆρος, ὁ, -ου ①籤 lot; ②份 portion, share (κληρο-, 11, clergy = 神職人員)
κλῆσις, ἡ, -εως 呼召 calling, invitation (κλησι-, 11)
κλητός, -ή, -όν 蒙召的 called, invited (κλητο/η-, 10)
κοιλία, ἡ, -ας 肚腹 belly, womb (κοιλια-, 22, coeliac = 腹腔的)
κοιμάομαι 睡覺 I sleep (κοιμα-, 18, cemetery = 墓地 lit. sleeping chamber), -, -, -, κεκοίμημαι, ἐκοιμήθην
κοινός, -ή, -όν 共同的、俗的 common, unclean (ceremonially) (κοινο/η-, 14, Koine Greek 希臘通用語)
κοινόω 變俗、污穢 I make common, defile (κοινο-, 14), -, ἐκοίνωσα, κεκοίνωκα, κεκοίνωμαι, -
κοινωνία, ἡ, -ας 團契、分享、捐助 fellowship, sharing (κοινωνια-, 19)
κοινωνός, ὁ, -οῦ 同伴、有份者 partner, sharer (κοινωνο-, 10)
κολλάω 連合、貼近 I join, cling to (κολλα-, 12, colloid = 膠質), -, ἐκόλλησα, κεκόλληκα, κεκόλλημαι, ἐκολλήθην
κομίζω 帶著 I bring; 關身:得著(回報) I receive (κομιδ-, 10), κομίσω or κομιῶ, ἐκόμισα, -, κεκόμισμαι, ἐκομίσθην
κοπιάω 勞苦、困倦 I toil, labor, am weary (κοπια-, 23), -, ἐκοπίασα, κεκοπίακα, -, -
κόπος, ὁ, -ου 勞苦、麻煩 labor, trouble (κοπο-, 18)
κοσμέω 妝飾 I adorn; 使整齊 I put in order (κοσμε-, 10, cosmetics = 化妝品), κοσμήσω, ἐκόσμησα, -, κεκόσμημαι, ἐκοσμήθην, (ἐκόσμουν)
κράβαττος , ὁ, -ου 褥子 mattress, pallet (κραβαττο-, 11)
κρατέω 抓握 I grasp, am strong (κρατε-, 47, plutocratic = 富豪的 grasping wealth), κρατήσω, ἐκράτησα, κεκράτηκα, κεκράτημαι, -
κράτος, τό, -ους 大能、權能 power, might, dominion (κρατεσ-, 12, democracy = 民主政治 rule by people)
κρείττων, -ον 更好的 better (κρειττον-, 19, 亦拼作 κρείσσων)
κρίμα, τό, -ατος 審判、刑罰 judgment (κριματ-, 27)
κρίσις, ἡ, -εως 審判、公義 judgment, justice (κρισι-, 47, crisis = 危機)
κριτής, ὁ, -οῦ 審判官 a judge (κριτη-, 19, critic = 評論家)
κρυπτός, -ή, -όν 隱密的、暗暗的 hidden, secret (κρυπτο/η-, 17, cryptic = 隱祕的)
κρύπτω 隱藏 I conceal, hide (κρυπ-, 19, cryptic = 隱祕的), κρύψω, ἔκρυψα, -, κέκρυμμαι, ἐκρύβην
κτίζω 創造 I create (κτιδ-, 15), -, ἔκτισα, -, ἔκτισμαι, ἐκτίσθην
κτίσις, ἡ, -εως 創造、受造(之物) creation, creature (κτισι-, 19)
κωλύω 禁止、攔阻 I forbid, hinder (κωλυ-, 23), -, ἐκώλυσα, -, -, ἐκωλύθην, (ἐκώλυον)
κώμη, ἡ, -ης 村莊 village (κωμη-, 27)
κωφός, -ή, -όν 聾、啞 deaf, mute (κωφο/η-, 14)

Λ
λατρεύω 事奉、禮拜 I serve, worship (λατρευ-, 21, Mariolatry = 聖母崇拜 worship of Mary), λατρεύσω, ἐλάτρευσα, -, -, -
λευκός, -ή, -όν 白的 white (λευκο/η-, 25, leukemia = 白血病 lit. white blood [αἷμα])
λῃστής, ὁ, -οῦ 強盜 robber, bandit, revolutionary (λῃστη-, 15)
λίαν (副詞)非常、極其 very, exceedingly (12)
λίμνη, ἡ, -ης 湖 lake (λιμνη-, 11, limnology = 湖沼學)
λιμός, ὁ and ἡ, -οῦ 飢餓、饑荒 hunger, famine (λιμο-, 12, limosis = 極度飢餓 excessive hunger)
λογίζομαι 算、想 I account, reckon, think (λογιδ-, 40, logic = 邏輯), -, ἐλογισάμην, -, -, ἐλογίσθην, (ἐλογιζόμην)
λυπέω 憂愁 I grieve (λυπε-, 26), -, ἐλύπησα, λελύπηκα, -, ἐλυπήθην
λύπη, ἡ, -ης 憂愁 grief, pain, anguish (λυπη-, 16)
λυχνία, ἡ, -ας 燈臺 lampstand (λυχνια-, 12)
λύχνος, ὁ, -ου 燈 lamp (λυχνο-, 14)

Μ
μακράν (副詞)很遠 far, far away (10, macro- 宏觀的)
μακρόθεν (副詞)遠遠地 from afar, afar (14)
μακροθυμέω 忍耐、寬容 I am patient (μακροθυμε-, 10), -, ἐμακροθύμησα, -, -, -
μακροθυμία, ἡ, -ας 忍耐 long-suffering, patience (μακροθυμια-, 14)
μάλιστα (副詞)特別、更是 especially, most of all (12)
μανθάνω 學習 I learn (μαθ-, 25, math = 數學), -, ἔμαθον, μεμάθηκα, -, -
μαρτυρία, ἡ, -ας 見證、證據 testimony, witness, evidence (μαρτυρια-, 37)
μαρτύριον, τό, -ου 見證、證據 testimony, witness, proof (μαρτυριο-, 19, martyrdom = 殉道)
μάρτυς, ὁ, -υρος 見證人 witness (μαρτυρ-, 35, martyr = 殉道者)
μάχαιρα, ἡ, -ης 刀劍 sword, daggar (μαχαιρα-, 29)
μέλει 顧念、在意 It is a care (μελ/μελε-, 10), μελήσομαι, ἐμέλησα, -, -, ἐμελήθην, (ἔμελεν)
μέλος, τό, -ους 肢體 a member, body part (μελεσ-, 34)
μερίζω 分給 I divide (μεριδ-, 14), μερίσω or μεριῶ, ἐμέρισα, μεμέρικα, μεμέρισμαι, ἐμερίσθην
μεριμνάω 憂慮、掛念 I am anxious, care (μεριμνα-, 19), μεριμνήσω, ἐμερίμνησα, -, -, -
μέρος, τό, -ους 部份 part (μερεσ-, 42, pentamerous = 五跗節的)
μεταβαίνω 離開、移動 I depart, move on (μετα + βα-, 12), μεταβήσομαι, μετέβην, μεταβέβηκα, -, -
μετανοέω 悔改 I repent (μετα + νοε-, 34), -, μετενόησα, -, -, -
μετάνοια, ἡ, -ας 悔改、懊悔 repentance (μετανοια-, 22)
μετρέω 量 I measure (μετρε-, 11), μετρήσω, ἐμέτρησα, -, μεμέτρημαι, ἐμετρήθην
μέτρον, τό, -ου ①尺、量器;②尺寸、身量 measure (μετρο-, 14, meter = 測量計)
μέχρι (連接詞)until 直到; (介繫詞)gen: till, to the point of 到⋯地步 (17) (亦拼為 μέχρις)
μηκέτι (副詞)不再 no longer (22)
μήν, ὁ, μηνός ①月 month (μην-, 19, menology = 月歷 a Greek Church calendar); ②(質詞)的確 indeed, surely
μήποτε (連接詞)恐怕、免得 lest;(質詞)或許 perhaps;從不 never (25)
μήτε 也不 neither, nor (34)
μήτι (疑問質詞)豈 not? (18) (常常不翻譯,預期答案為「不」[No])
μικρός, -ά, -όν 小 small, little (μικρο/α-, 46, microwave = 微波爐)
μιμνῄσκομαι 想起、記念 I remember, remind (μνη-, 23), μνήσω, ἔμνησα, μέμνηκα, μέμνημαι, ἐμνήσθην
μισέω 恨惡 I hate (μισε-, 40, misogynist = woman-hater 厭惡女人者), μισήσω, ἐμίσησα, μεμίσηκα, μεμίσημαι, -, (ἐμίσουν)
μισθός, ὁ, -οῦ 工價、賞賜 wages, reward (μισθο-, 29)
μνημεῖον, τό, -ου 墳墓 tomb, monument (μνημειο-, 40)
μνημονεύω 記念、回想 I remember (μνημονευ-, 21, mnemonic = 助記的), -, ἐμνημόνευσα, -, -, -, (ἐμνημόνευον)
μοιχεύω 犯姦淫 I commit adultery (μοιχευ-, 15), μοιχεύσω, ἐμοίχευσα, -, -, ἐμοιχεύθην
μύρον, τό, -ου 香膏 ointment (μυρο-, 14, myrrh = 沒藥)
μυστήριον, τό, -ου 奧祕 mystery (μυστηριο-, 28)
μωρός, -ά, -όν 愚拙、無知的 foolish (μωρο/η-, 12, sophomore = [大學]二年級生 lit. a wise fool)

Ν
ναί (質詞)是的 yes, indeed (33)
ναός, ὁ, -οῦ 殿宇、聖所 temple, sanctuary (ναο-, 45)
νεανίσκος, ὁ, -ου 少年人 young man, youth (νεανισκο-, 11)
νέος, -α, -ον 新、年輕 new, young (νεο/α-, 24)
νεφέλη, ἡ, -ης 雲 cloud (νεφελη-, 25, nephelometer 測雲計)
νήπιος, ὁ, -ου 嬰兒、孩童 infant, child, minor (νηπιο-, 15)
νηστεύω 禁食 I fast (νηστευ-, 20), νηστεύσω, ἐνήστευσα, -, -, -
νικάω 得勝 I conquer, overcome (νικα-, 28, Nichalos = victor over people), νικήσω, ἐνίκησα, νενίκηκα, -, ἐνικήθην
νίπτω 洗 I wash (νιπ-, 17), -, ἔνιψα, -, -, -
νοέω 明白、思想 I understand, consider (νοε-, 14, noetic = 理智的), νοήσω, ἐνόησα, νενόηκα, -, -
νομίζω 以為 I suppose (νομιδ-, 15), -, ἐνόμισα, νενόμικα, νενόμισμαι, ἐνομίσθην, (ἐνόμιζον)
νόσος, ἡ, -ου 疾病 disease (νοσο-, 11, nosology = 疾病分類學)
νοῦς, ὁ, νοός 心思、悟性 mind, intellect (νοϝ-, 24, noetic = 理智的)
νυμφίος, ὁ, -ου 新郎 bridegroom (νυμφιο-, 16, nuptial = 婚姻的)
νυνί (副詞)現在、如今 now (20)

Ξ
ξενίζω 接待 I host, entertain (a stranger); 以為奇怪 I think as strange, bewilder (ξενιδ-, 10), -, ἐξένισα, -, -, ἐξενίσθην
ξένος, -η, -ον 外來的、陌生的 strange, foreign (ξενο/η-, 14, xenophobia = 仇外/懼外症)
ξηραίνω 枯乾 I dry up, wither (ξηραν-, 15, xerophite = 旱生植物), ξηρανῶ, ἐξήρανα, -, ἐξήραμμαι, ἐξηράνθην
ξύλον, τό, -ου 木、樹、棒 wood, tree, wooden club (ξυλο-, 20, xylophone = 木琴)

Ο
ὅδε, ἥδε, τόδε (指示代名詞)這、這樣 this, thus (ο + δε-, 10)
ὀδούς, ὁ, -όντος 牙齒 tooth (οδοντ-, 12, odontology 牙科學)
ὅθεν (關係副詞)從那裡、從此 from where, therefore (15, ὅς + θεν)
οἰκοδεσπότης, ὁ, -ου 家主 householder (οικο + δεσποτη-, 12)
οἰκοδομέω 建造、造就 I build, edify (οικοδομε-, 40), οἰκοδομήσω, ᾠκοδόμησα, ᾠκοδόμηκα, -, οἰκοδομήθην or ᾠκοδομήθην, (ᾠκοδόμουν)
οἰκοδομή, ἡ, -ῆς 建築、造就 building, edification (οικοδομη-, 18)
οἰκονόμος, ὁ, -ου 管家 steward, manager; 司庫 treasurer (οικο + νομο-, 10, economy = 經濟)
οἰκουμένη, ἡ, -ης 天下、世界 inhabited earth, world (οικουμενη-, 15, ecumenical 普世基督教會的)
οἶνος, ὁ, -ου 酒 wine (οινο-, 34)
οἷος, -α, -ον (相關代名詞)如同、怎樣的 such as, what kind of (οιο/α-, 14)
ὀλίγος, -η, -ον 小、少 little, few (ολιγο/η-, 40, oligarchy = rule by the few 寡頭政治)
ὀμνύω or ὄμνυμι 起誓 I swear, take an oath (ομ/ομο-, 26), -, ὤμοσα, -, -, -
ὅμοιος, -α, -ον 好像 like (ομοιο/α-, 45, homosexual = 同性戀)
ὁμοιόω 好比、像 I make like, liken (ομοιο-, 15), ὁμοιώσω, ὡμοίωσα, -, ὡμοίωμαι, ὡμοιώθην
ὁμοθυμαδόν (副詞)同心合意 with one accord (11)
ὁμοίως 同樣地 likewise, in the same way (30)
ὁμολογέω 承認、宣稱 I confess, profess (ομολογε-, 26, lit. to say same thing, homologous = 一致的), ὁμολογήσω, ὡμολόγησα, -, -, -, (ὡμολόγουν)
ὀνομάζω 起名、稱呼、提及 I name (ονοματ-, 10), ὀνομάσω, ὠνόνασα, -, -, ὠνομάσθην
ὄντως (副詞)真是、果然 really, surely, indeed (10, ontology 實體論)
ὀπίσω (介繫詞)gen: behind, after 在⋯之後;(副詞)back, behind 後面 (35)
ὅραμα, τό, -ατος 異象 vision, sight (οραματ-, 12, panorama = a complete view 全景)
ὀργή, ἡ, -ῆς 忿怒 anger, wrath (οργη-, 36)
ὅριον, τό, -ου 邊界、境界 border, territory (οριο-, 12)
ὅρκος, ὁ, -ου 誓言 oath (ορκο-, 10)
οὐαί (感歎詞)有禍了 woe! alas! (46)
οὐδέποτε (副詞)從未、永不 never (16)
οὐκέτι (副詞)不再 no longer, no more (47)
οὔπω (副詞)還沒有 not yet (26)
οὗ (副詞)哪裡 where (24) (參看 易混淆的詞形)
οὖς, τό, ὠτός 耳朵 ear (ωτ-, 36, otology = 耳科) (參看 易混淆的詞形)
ὀφείλω 應該、虧欠 I am obligated, ought, I owe (οφειλ-, 35), -, -, -, -, -, (ὤφειλον)
ὄφις, ὁ, -εως 蛇 serpent, snake (οφι-, 14, ophiolatry = snake worship 拜蛇)
ὀψία, ἡ, -ας 傍晚 evening (οψια-, 14)

Π
πάθημα, τό, -ατος ①苦難 suffering; ②情慾 passion (παθηματ-, 16, pathology 病理學)
παιδεύω ①教育 I instruct, train; ②管教、責罰 discipline, chastise (παιδευ-, 13), παιδεύσω, ἐπαίδευσα, -, πεπαίδυμαι, ἐπαιδεύθην, (ἐπαίδευον)
παιδίσκη, ἡ, -ης 使女 maid servant (παιδισκη-, 13)
παῖς, ὀ and ἡ, παιδός 小孩 child; 僕人 servant (παιδ-, 24, pediatrics = 小兒科)
παλαιός, -ά, -όν 老、舊 old, ancient (παλαιο/α-, 19, paleology = 古物學)
παντοκράτωρ, ὁ, -ορος 全能者 almighty, all-powerful (παντο + κρατορ-, 10)
πάντοτε (副詞)常常 always (41)
παραγγέλλω 吩咐 I command, charge (παρ + αγγελ-, 32), -, παρήγγειλα, -, παρήγγελμαι, -, (παρήγγελλον)
παραγίνομαι 來到 I come, arrive (παρα + γεν-, 37), -, παρεγενόμην, -, -, -, (παρεγινόμην)
παράγω 經過 I pass by; 過去、消逝 I pass away (παρ + αγ-, 10), -, παρήγαγον, -, -, παρήχθην, (παρῆγον)
παράδοσις, ἡ, -εως 遺傳、傳統 tradition (παραδοσι-, 13)
παραιτέομαι ①請求 I ask, request; ②推辭 make excuse, refuse, reject (παρα + αιτε-, 12), -, παρῃτησάμην, -, παρῃτημαι, -, (παρῃτούμην)
παράκλησις, ἡ, -εως 勸勉、安慰 exhortation, consolation (παρακλησι-, 29)
παραλαμβάνω 領受、帶著 I receive from, take along (παρα + λαβ-, 49), παραλήμψομαι, παρέλαβον, -, -, παρελήμφθην
παραλυτικός, -ή, -όν 癱瘓的 paralytic (παραλυτικο/η-, 10)
παράπτωμα, τό, -ατος 過犯 trespass, transgression (παρα + πτωματ-, 19)
παρατίθημι 擺設 I set before;關身:交託 I entrust (παρα + θε-, 19), παραθήσω, παρέθηκα, -, -, παρετέθην
παραχρῆμα (副詞)立刻 immediately (18)
πάρειμι 在場、來到 I am present, I have come (παρα + εσ, 24), παρέσομαι, -, -, -, -, (παρήμην)
παρεμβολή, ἡ, -ῆς 軍營 camp, barracks; 軍隊 army (παρα + εν + βολη-, 10)
παρέρχομαι 經過、廢去 I pass by, pass away (παρ + ερχ-, 29), παρελεύσομαι, παρῆλθον, παρελήλυθα, -, -
παρέχω 提供 I provide, grant (παρ + σεχ-, 16), -, παρέσχον, -, -, -, (παρεῖχον)
παρθένος, ἡ, -ου 童女、童身 virgin, maiden (παρθενο-, 15, parthenogenesis = 單性生殖)
παρίστημι 獻上、站在旁邊 I present, stand by (παρ + στα-, 41), παραστήσω, παρέστησα, παρέστηκα, -, παρεστάθην
παρουσία, ἡ, -ας 臨到 presence, coming (παρουσια-, 24, Parousia = 基督再臨)
παρρησία, ἡ, -ας 膽量、明講、公開 boldness, plainness, openness (παρρησια-, 31)
πάσχα, τό 逾越節 Passover, Passover lamb (29) [Indeclinable]
πάσχω 受苦 I suffer (παθ-, 42, paschal = 逾越節的), -, ἔπαθον, πέπονθα, -, -
πατάσσω 擊打、擊殺 I strike, smite (παταγ-, 10), πατάξω, ἐπάταξα, -, -, ἐπατάχθην
παύω 停止 I stop, cease (παυ-, 15), παύσω, ἔπαυσα, -, πέπαυμαι, ἐπαύθην or ἐπάην, (ἔπαυον)
πεινάω 飢餓 I hunger (πεινα-, 23), πεινάσω, ἐπείνασα, -, -, -
πειράζω 試探、試煉 I test, tempt, attempt (πειραδ-, 38), -, ἐπείρασα, -, πεπείρασμαι, ἐπειράσθην, (ἐπείραζον)
πειρασμός, ὁ, -οῦ 試探、試煉 temptation, trial (πειρασμο-, 21)
πενθέω 哀慟 I mourn (πενθε-, 10), πενθήσω, ἐπένθησα, -, -, -
πέντε 五 five (38, Pentateuch = 摩西五經) [Indeclinable] (參看數字表)
πέραν (副詞)另一邊 on the other side;(介繫詞)gen: beyond, across 渡過 (23)
περιβάλλω 穿、披 I put around, clothe (περι + βαλ-, 23), περιβαλῶ, περιέβαλον, -, περιβέβλημαι, -
περισσεύω 有餘、富足 I abound, am rich (περισσευ-, 39), -, ἐπερίσσευσα, -, -, ἐπερισσεύθην, (ἐπερίσσευον)
περισσότερος, -α, -ον 更多 more (16) (這是περισσός的比較級)
περισσοτέρως (副詞)更多 more, especially, extremely (12)
περιστερά, ἡ, -ᾶς 鴿子 dove, pigeon (περιστερα-, 10)
περιτέμνω 行割禮 I circumcise (περι + τεμ-, 17), περιτεμῶ, περιέτεμον, περιτέτμηκα, περιτέτμημαι, περιετμήθην
περιτομή, ἡ, -ῆς 割禮 circumcision (περιτομη-, 36)
πετεινόν, τό, -οῦ 飛鳥 bird (πετεινο-, 14)
πέτρα, ἡ, -ας 磐石 rock (πετρα-, 15, petrify = 石化)
πηγή, ἡ, -ῆς 泉 spring, fountain (πηγη-, 11)
πιάζω 抓握、捉拿 I grasp, seize, catch (πιαδ-, 12), -, ἐπίασα, -, -, ἐπιάσθην
πίμπλημι 充滿、應驗 I fill, complete, fulfill (πλε-, 24), -, ἔπλησα, -, πέπλησμαι, ἐπλήσθην
πλανάω 欺哄、迷惑 I lead astray, deceive (πλανα-, 39, planet = a wandering star 行星), πλανήσω, ἐπλάνησα, -, πεπλάνημαι, ἐπλανήθην
πλάνη, ἡ, -ης 錯謬、迷惑 error, deceit (πλανη-, 10)
πλεονεξία, ἡ, -ας 貪婪 covetousness, greediness (πλεονεξια-, 10)
πληγή, ἡ, -ῆς ①災 plague; ②擊打 blow, stripe; 傷口 wound (πληγη-, 22)
πλῆθος, τό, -ους 許多、眾人 multitude (πληθεσ-, 31, plethora = 過剩)
πληθύνω 增多 I multiplly (πληθυν-, 12), πληθυνῶ, ἐπλήθυνα, -, -, ἐπληθύνθην, (ἐπλήθυνον)
πλήν (連接詞)然而 nevertheless, but;(介繫詞)gen: except 除了⋯ (31)
πλήρης, -ες 充滿的 full (πληρεσ-, 17)
πλήρωμα, τό, -ατος 滿、豐盛 fulness (πληρωματ-, 17)
πλησίον, ὁ ①(名詞)neighbor 鄰舍 [Indeclinable]; ②(介繫詞)gen: near 靠近 (17)
πλούσιος, -α, -ον 富足的 rich (πλουσιο/α-, 28, plutocratic = grasping wealth 富豪的)
πλουτέω 富足 I am rich (πλουτε-, 12), πλουτήσω, ἐπλούτησα, πεπλούτηκα, -, -
πλοῦτος, ὁ, -ου 財富、豐富 wealth, riches (πλουτο-, 22, plutocrat = 富豪)
πνευματικός, -ή, -όν 屬靈的 spiritual (πνευματικο/η-, 26)
πόθεν (連接詞)從哪裡 from where? (29)
ποικίλος, -η, -ον 各樣的、諸般的 various, manifold (ποικιλο/η-, 10)
ποιμαίνω 牧養 I shepherd (ποιμαν-, 11), ποιμανῶ, ἐποίμανα, -, -, ἐποιμάνθην
ποιμήν, ὁ, -ένος 牧人、牧師 shepherd, pastor (ποιμεν-, 18) (參看詞形變化表)
ποῖος, -α, -ον (疑問代名詞)①哪種?what sort of? ②什麼?what? which? (=τίς) (ποιο/α-, 33)
πόλεμος, ὁ, -ου 打仗、爭戰 war, battle, fight (πολευμο-, 18, polemics = 辯論)
πολλάκις (副詞)屢次、多次 often, many times (18)
πορνεία, ἡ, -ας 淫亂 fornication (πορνεια-, 25, pornography = 色情[書畫])
πόρνη, ἡ, -ης 娼妓、淫婦 prostitute, harlot (πορνη-, 12, pornography = 色情[書畫])
πόρνος, ὁ, -ου 淫亂者 fornicator (πορνο-, 10, pornography = 色情[書畫])
πόσος, -η, -ον 多少、何等 how great? how much? (ποσο/η-, 27)
ποταμός, ὁ, -οῦ 河、急流 river, stream, torrent (ποταμο-, 17, hippopotamus = 河馬 lit. a river-horse)
ποτέ (質詞)從前 formerly, once;從來 ever, at any time (29) (參看 易混淆的詞形)
πότε (副詞)幾時 when? (19) (參看 易混淆的詞形)
ποτήριον, τό, -ου 杯 cup (ποτηριο-, 31)
ποτίζω 使喝、澆灌 I give drink, water (ποτιδ-, 15, potion = 飲劑), ποτιῶ, ἐπότισα, πεπότικα, πεπότισμαι, ἐποτίσθην, (ἐπότιζον)
ποῦ (副詞)在哪裡 where? whither? (48) (參看 易混淆的詞形)
πρᾶγμα, τό, -ατος 事 thing, matter, deed (πραγματ-, 11, pragmatic = 實用的)
πράσσω 行、做 I do, perform, practice (πραγ-, 39, practice = 實行), πράξω, ἔπραξα, πέπρακα, πέπραγμαι, -
πραΰτης, ἡ, -ῆτος 溫柔 gentleness, meekness (πραυτητ-, 11)
πρίν (連接詞)在⋯之前 before (13)
πρό (介繫詞)gen: before ⋯之前 (47, prologue = 序幕)
προάγω ①帶、領 I lead forth; ②先⋯行 I go before (προ + αγ-, 20), προάξω, προήγαγον, -, -, -, (προῆγον)
πρόβατον, τό, -ου 羊、綿羊 sheep (προβατο-, 39)
πρόθεσις, ἡ, -εως ①陳設 setting forth, presentation; ②旨意 purpose, plan (προθεσι-, 12)
προλέγω 事先說、先前說 I say beforehand, foretell (προ + λεγ/ϝερ/ϝιπ-, 15), προερῶ, προεῖπον or προεῖπα, προείρηκα, προείρημαι, -, (προέλεγον)
προσδέχομαι ①接待 I receive; ②等候 wait for (προσ + δεχ-, 14), προσδέξομαι, προσεδεξάμην, -, -, προσεδέχθην, (προσεδεχόμην)
προσδοκάω 等候、指望 I wait for, expect (προσ + δοκα-, 16), προσδοκήσω, προσεδόκησα, -, -, -, (προσεδόκων)
προσευχή, ἡ, -ῆς 禱告 prayer (προσευχη-, 36)
προσέχω 注意、留心 I pay attention to, beware (προσ + σεχ-, 24), -, προσέσχον, προσέσχηκα, -, -, (προσεῖχον)
προσκαλέομαι 召來 I summon (προσ + καλεϝ-, 29), -, προσεκαλεσάμην, -, προσκέκλημαι, -
προσκαρτερέω 恆切、專心 I persevere, devote to, adhere to (προσ + καρτερε-, 10), προσκαρτερήσω, προσεκαρτέρησα, -, -, -
προσλαμβάνω 接納、拿取 I receive, take, partake (food) (προσ + λαβ-, 12), παραλήμψομαι, προσέλαβον, προσείληφα, -, -
προστίθημι 添加、又 I add, increase (προσ + θε-, 18), προσθήσω, προσέθηκα, -, -, προσετέθην, (προσετίθουν)
προσφέρω 主動:帶來、獻上 I bring to, offer;關身:對待 I treat, deal with (προσ + φερ/οι/ενεχ-, 47), -, προσήνεγκον, προσενήνοχα, -, προσηνέχθην
πρότερος, -α, -ον 先前、從前 former, earlier (προτερο/α-, 11, proto- 原)
προφητεία, ἡ, -ας 預言 prophecy (προφητεια-, 19)
προφητεύω 預言、講道 I prophesy (προφητευ-, 28), προφητεύσω, ἐπροφήτευσα, -, -, -, (ἐπροφήτευον)
πρωΐ (副詞)早晨、清早 in the morning, early morning (12)
πτωχός, -ή, -όν (形容詞)貧窮的 poor;(名詞)乞丐 (πτωχο/η-, 34)
πύλη, ἡ, -ης (城)門 gate, door (πυλη-, 10, pylon = 塔門)
πυλών, ὁ, -ῶνος 門、門口 gate, entrance (πυλων-, 18, pylon = 塔門,標塔)
πυνθάνομαι 查問 I inquire; 得知 I learn (by inquiry) (πυθ-, 12), -, ἐπυθόμην, -, -, -, (ἐπυνθανόμην)
πωλέω 賣 I sell (πωλε-, 22, monopoly = 壟斷), -, ἐπώλησα, -, -, -, (ἐπώλουν)
πῶλος, ὁ, -ου 驢駒 colt (πωλο-, 12)
πως (副詞)或者 somehow, in some way, perhaps (15) (參看 易混淆的詞形)

Ρ
ῥαββί, ὁ 拉比 rabbi (15) [Indeclinable]
ῥάβδος, ἡ, -ου 杖、權杖 staff, rod, scepter (ραβδο-, 12, rhabdomancy = 棍卜 divination by rods)
ῥίζα, ἡ, -ης 根 root (ριζα-, 17, rhizome = 根莖)
ῥύομαι 搭救 I rescue, deliver (ρυ-, 17), ῥύσομαι, ἐρ(ρ)υσάμην, -, -, ἐρ(ρ)ύσθην

Σ
σαλεύω 搖動 I shake, agitate (σαλευ-, 15), σαλεύσω, ἐσάλευσα, -, σεσάλευμαι, ἐσαλεύθην
σαλπίζω 吹號 I sound a trumpet (σαλπιδ-, 12), σαλπίσω, ἐσάλπισα, -, -, -
σάλπιγξ, ἡ, -ιγγος 號筒 trumpet (σαλπιγγ-, 11)
σεαυτοῦ, -ῆς 你自己 of yourself (43) (參看 反身代名詞 詞形變化表)
σέβω 敬拜、尊敬 I worship, reverence (σεβ-, 10), -, -, -, -, -
σεισμός, ὁ, -οῦ 地震 earthquake (σεισμο-, 14, seismograph = 地震儀)
σήμερον (副詞)今日 today (41)
σιγάω 靜默、不作聲 I am silent (σιγα-, 10), σιγήσω, ἐσίγησα, -, σεσίγημαι, -
σῖτος, ὁ, -ου 麥子、糧食 wheat, grain (σιτο-, 14, parasite = 寄生蟲 one sitting by another's food)
σιωπάω 靜默、不作聲 I am silent (σιωπα-, 10, aposiopesis = 說話中斷法), σιωπήσω, ἐσιώπησα, -, -, -, (ἐσιώπων)
σκανδαλίζω 使跌倒、反感 I cause to stumble, offend (σκανδαλιδ-, 29, scandalize = 使反感), -, ἐσκανδάλισα, -, -, ἐσκανδαλίσθην, (ἐσκανδαλιζομην)
σκάνδαλον, τό, -ου 絆腳石 stumbling block, offense (σκανδαλο-, 15, scandal = 醜聞)
σκεῦος, τό, -ους 器皿、東西 vessel, object; pl: goods (σκευεσ-, 23)
σκηνή, ἡ, -ῆς 帳幕、會幕 tent, Tabernacle (σκηνη-, 20, scene = 場景 a setting in a play)
σκοτία, ἡ, -ας 黑暗 darkness (σκοτια-, 16)
σκότος, τό, -ους 黑暗 darkness (σκοτεσ-, 31, scotopia = 暗視力)
σός, σή, σόν 你的 your (σο/η-, 25)
σοφός, -ή, -όν 聰明、智慧的 wise (σοφο/η-, 20, sophomore = [大學]二年級生 lit. a wise fool [μωρός])
σπέρμα, τό, -ατος 種子、後裔 seed, offspring (σπερματ-, 43, sperm = 精子)
σπλαγχνίζομαι 憐憫、動了慈心 I have compassion (σπλαγχνιδ-, 12, splanchnic = 內臟的), -, -, -, -, ἐσπλαγχνίσθην
σπλάγχνον, τό, -ου 腸子、心腸 bowels, intestines, affections (σπλαγχνο-, 11, splanchnic = 內臟的)
σπουδάζω 趕緊、竭力 I hasten, am eager, make every effort (σπουδαδ-, 11), σπουδάσω, ἐσπούδασα, ἐσπούδακα, -, -
σπουδή, ἡ, -ῆς 急忙 haste; 殷勤 diligence, earnestness (σπουδη-, 12)
σταυρός, ὁ, -οῦ 十字架 cross (σταυρο-, 27)
σταυρόω 釘十字架 I crucify (σταυρο-, 46), σταυρώσω, ἐσταύρωσα, -, ἐσταύρωμαι, ἐσταυρώθην
στέφανος, ὁ, -ου 冠冕 crown, wreath; 司提反 Stephen (στεφανο-, 25)
στηρίζω 堅固 I establish, strengthen (στηριγ-, 13), στηρίξω or στηριῶ, ἐστήριξα or ἐστήρισα, -, ἐστήριγμαι, ἐστηρίχθην
στήκω 站立、站穩 I stand, stand fast (στηκ-, 11), -, -, -, -, -, (ἔστηκον)
στρατηγός, ὁ, -οῦ 官長、守殿官 commander, magistrate (στρατηγο-, 10)
στρατιώτης, ὁ, -ου 士兵 soldier (στρατιωτη-, 26)
στρέφω 轉、回 I turn, return, change (στρεφ-, 21, strophe = 詩節), στρέψω, ἔστρεψα, -, ἔστραμμαι, ἐστράφην
συγγενής, -ές 親族、親屬 kindred, akin, relative (συγγενεσ-, 11)
συζητέω 談論、辯論 I discuss, dispute (συν + ζητε-, 10), -, συνεζήτησα, -, -, -, (συνεζήτουν)
συκῆ, ἡ, -ῆς 無花果樹 fig tree (συκη-, 16, sycophant = 阿諛者 lit. a fig-shower)
συλλαμβάνω 拿住、懷孕、幫助 I seize, conceive, help (συν + λαβ-, 16), συλλήμψομαι, συνέλαβον, συνείληφα, -, συνελήμφθην
συμφέρω ①拿到一處 I bring together; ②有益 it is profitable, better (συν + φερ-, 15), -, συνήνεγκα, -, -, -, (συνέφερον)
σύνδουλος, ὁ, -ου 僕人同伴 fellow slave (συν + δουλο-, 10)
συνέδριον, τό, -ου 公會 council, sanhedrin (συνεδριο-, 22)
συνείδησις, ἡ, -εως 良心 conscience (συνειδησι-, 30)
συνεργός, ὁ, -οῦ 同工 fellow-worker (συνεργο-, 13, synergism 神人協力合作說)
συνέρχομαι 同來、聚集 I come together (συν + ερχ/ελευθ-, 30), -, συνῆλθον, συνελήλυθα, -, -, (συνηρχόμην)
συνέχω 迫使、推擠 I constrain, crowd (συν + σεχ-, 12), συνέξω, συνέσχον, -, -, συνεσχέθην, (σύνειχον)
συνίημι 明白 I understand (συν + σε-, 26), συνήσω, συνῆκα, -, -, -
συνίστημι ①舉薦、稱許、顯明 I commend, recommend, demonstrate; ②同站一起 I stand with (συν + στα-, 16), -, συνέστησα, συνέστηκα, -, συνεστάθην
σφάζω 宰殺 I slay, slaughter (σφαγ-, 10), σφάξω, ἔσφαξα, -, ἔσφαγμαι, ἐσφάγην
σφόδρα (副詞)很、非常、極其 very, exceedingly (11)
σφραγίζω 蓋印、封印 I seal (σφραγιδ-, 15), σφραγιῶ, ἐσφράγισα, -, ἐσφράγισμαι, ἐσφραγίσθην
σφραγίς, ἡ, -ῖδος 印記 seal (σωραγιδ-, 16, sphragistics = 印章學 the science of seals)
σχίζω 裂開、分開 I split, divide (σχιδ-, 11, schizophrenia = 精神分裂症), σχίσω, ἔσχισα, -, -, ἐσχίσθην
σωτήρ, ὁ, -ῆρος 救主 savior (σωτηρ-, 24)
σωτηρία, ἡ, -ας 拯救 salvation (σωτηρια-, 46, soteriology = 救贖論)

Τ
τάλαντον, τό, -ου 他連得 talent (ταλαντο-, 14)
ταπεινόω 降卑 I humble (ταπεινο-, 14), ταπεινώσω, ἐταπείνωσα, -, τεταπείνωμαι, ἐταπεινώθην
ταράσσω 攪擾 I disturb, trouble (ταραχ-, 17), ταράξω, ἐτάραξα, -, τετάραγμαι, ἐταράχθην, (ἐτάρασσον)
ταχέως quickly (15, tachygraphy = 速記法) (比較級τάχιον,最高級τάχιστα)
ταχύς, -εῖα, -ύ 快 quick, swift (ταχυ/ταχεια-, 13, tachygraphy = 速記法)
τέλειος, -α, -ον 完全、成熟 complete, perfect, mature (τελειο/α-, 19)
τελειόω 完成、完全 I complete, make perfect (τελειο-, 23), -, ἐτελείωσα, τετελείωκα, τετελείωμαι, ἐτελειώθην
τελευτάω 死 I die, end, finish (τελευτα-, 11), τελευτήσω, ἐτελεύτησα, τετελεύτηκα, -, -
τελέω 完成、應驗 I finish, fulfill (τελεϝ-, 28, teleology = 目的論), τελέσω, ἐτέλεσα, τετέλεκα, τετέλεσμαι, ἐτελέσθην
τέλος, τό, -ους 末了、目的 end, goal (τελεσ-, 40, teleology = 目的論)
τελώνης, ὁ, -ου 稅吏 tax collector (τελωνη-, 21)
τέρας, τό, -ατος 奇事 wonder, marvel (τερατ-, 16)
τέσσαρες, -ων 四 four (τεσσαρ-, 41, tetragon = 四角形) (參看數字表)
τεσσεράκοντα 四十 forty (22) [Indeclinable] (參看數字表)
τέταρτος, -η, -ον 第四 fourth (τεταρτο/η-, 10, tetrarch 分封王 = a ruler over a fourth part) (參看數字表)
τίκτω 生產 I give birth to (τεκ-, 18), τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, -, ἐτέχθην, (ἔτικτον)
τιμάω 尊重 I honor (τιμα-, 21, Timothy = honoring God), τιμήσω, ἐτίμησα, -, τετίμημαι, -
τιμή, ἡ, -ῆς 尊貴、價錢 honor, price (τιμη-, 41)
τίμιος, -α, -ον 寶貴的、敬重的 precious, honorable (τιμιο/α-, 13)
τολμάω 勇敢 I dare, am bold (τολμα-, 16), τολμήσω, ἐτόλμησα, -, -, -, (ἐτόλμων)
τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτο 這麼多、大 so great, so much (τοσ + ουτο/η-, 20)
τράπεζα, ἡ, -ης 桌子、筵席 table (τραπεζα-, 15, trapeze = 高空鞦韆)
τρέχω 奔跑 I run (τρεχ/δραμ-, 20), δραμοῦμαι, ἔδραμον, -, -, -, (ἔτρεχον)
τριάκοντα 三十 thirty (11) [Indeclinable] (參看數字表)
τρίς (副詞)三次 thrice, three times (12)
τρόπος, ὁ, -ου 方式 manner, way (τροπο-, 13, trope = 借喻)
τροφή, ἡ, -ῆς 食物 food, nourishment (τροφη-, 16, atrophy = wasting due to malnutrition 營養不良的萎縮)
τυγχάνω 得到、遇上 I obtain, happen to meet (τυχ-, 12), τεύξω, ἔτυχον, τέτυχα, -, -, (ἐτύγχανον)
τύπος, ὁ, -ου 痕、樣式、榜樣 mark, pattern, example (τυπο-, 15, type = 樣式/預表)
τύπτω ①打 I strike, beat; ②傷害 I wound (τυπ-, 13, tympanum = 耳膜), -, ἔτυψα, -, -, -, (ἔτυπτον)

Υ
ὑγιαίνω 健全、純正 I am healthy, sound (υγιαν-, 12), -, -, -, -, -
ὑγιής, -ές 健全、純全 healthy, sound (υγιεσ-, 11, hygiene 衛生)
ὑμέτερος, -α, -ον 你們的 your (υμετερο/α-, 11)
ὑπακοή, ἡ, -ῆς 順服 obedience (υπακοη-, 15)
ὑπακούω 聽從 I obey (υπ + ακου-, 21), ὑπακούσω, ὑπήκουσα, -, -, -, (ὑπήκουον)
ὑπαντάω 遇見、迎接、迎戰 I meet, go to meet (υπ + αντα-, 10), ὑπαντήσω, ὑπήντησα, -, -, -, (ὑπήντων)
ὑπηρέτης, ὁ, -ου 差役、幫手 attendant, assistant (υπηρετη-, 20, lit. under-rower [船艙下的]划槳者)
ὑπόδημα, τό, -ατος 鞋 sandal, shoe (υποδηματ-, 10)
ὑποκάτω (介繫詞)gen: under, beneath 在⋯下 (11)
ὑποκριτής, ὁ, -οῦ 假冒為善的人 hypocrite (υπο + κριτη-, 17)
ὑπομένω ①忍耐 I endure; ②逗留 I tarry (υπο + μεν-, 17), ὑπομενῶ, ὑπέμεινα, ὑπομεμένηκα, -, -, (ὑπέμενον)
ὑπομονή, ἡ, -ῆς 堅忍 perseverance, endurance (υπομονη-, 32)
ὑποστρέφω 回來、背棄 I return, turn back (υπο + στρεφ-, 35), ὑποστρέψω, ὑπέστρεψα, -, -, -, (ὑπέστρεφον)
ὑποτάσσω 主動:使⋯臣服 I subject;被動:順服 I submit (υπο + ταγ-, 38, hypotaxis = 從屬結構), -, ὑπέταξα, -, ὑποτέταγμαι, ὑπετάγην
ὑστερέω 缺欠、不如 I lack, am inferior (υστερε-, 16), ὑστερήσω, ὑστέρησα, ὑστέρηκα, ὑστέρημαι, ὑστερήθην
ὕστερος, -α, -ον (副詞/形容詞)後來 later, afterwards; 末了 last, finally (12, hysteron-proteron = 倒置法)
ὑψηλός, -ή, -όν 高的 high, uplifted, proud (υψηλο/η-, 11)
ὕψιστος, -η, -ον 至高的 highest, Most High (υψιστο/η-, 13)
ὑψόω 舉起、升高 I lift up, exalt (υψο-, 20), ὑψώσω, ὕψωσα, -, -, ὑψώθην

Φ
φαίνω 主動:光照 I shine;關身被動:顯現 I appear, am seen (φαν-, 31, phantom = 幽靈 thing apparently seen), φανοῦμαι, ἔφανα, -, -, ἐφάνην, (ἔφαινον)
φανερός, -ά, -όν 明顯的 visible, plain, known (φανερο/α-, 18, theophany = 神的顯現)
φανερόω 顯明 I make manifest (φανερο-, 49, theophany = 神的顯現), φανερώσω, ἐφανέρωσα, -, πεφανέρωμαι, ἐφανερώθην
φεύγω 逃走、逃脫、逃避 I flee, escape (φυγ-, 29, fugitive = 逃犯), φεύξομαι, ἔφυγον, πέφευγα, -, -
φιάλη, ἡ, -ης 碗 bowl, saucer (φιαλη-, 12, phial or vial = 小瓶[藥水])
φιλέω 愛、親嘴 I love, kiss (φιλε-, 25), -, ἐφίλησα, πεφίληκα, -, -, (ἐφίλουν)
φίλος, -η, -ον (名詞)朋友 friend;(形容詞)友好的 friendly (φιλο-, 29)
φόβος, ὁ, -ου 懼怕 fear, terror (φοβο-, 47, phobia = 恐懼症)
φονεύω 殺害 I murder (φονευ-, 12), φονεύσω, ἐφόνευσα, πεφόνευκα, -, ἐφονεύθην
φρονέω 思念、看為 I think, set one's mind (φρονε-, 26), φρονήσω, ἐφρόνησα, πεφρόνηκα, -, -, (ἐφρόνουν)
φρόνιμος, -η, -ον 聰明的 wise, prudent (φρονιμο-, 14)
φυλακή, ἡ, -ῆς 監獄、看守 prison, guard, watch (φυλακη-, 47)
φυλάσσω 看守、遵守 I guard, keep (φυλαγ-, 31, prophylaxis = 預防), φυλάξα, ἐφύλαξα, -, -, -
φυλή, ἡ, -ῆς 支派、民族 tribe (φυλη-, 31, phylum = 門 [生物學分類之一])
φύσις, ἡ, -εως 本性、天生 nature (φυσι-, 14, physics = 物理)
φυτεύω 栽種 I plant (φυτευ-, 11), -, ἐφύτευσα, πεφύτευκα, πεφύτευμαι, ἐφυτεύθην, (ἐφύτευον)
φωνέω 叫、喊 I call, shout (φωνε-, 43, phonetic = 語音學), φωνήσω, ἐφώνησα, -, -, ἐφωνήθην, (ἐφώνουν)
φωτίζω 照亮、光照 I give light, enlighten (φωτιδ-, 11, photo- 光), φωτίσω, ἐφώτισα, -, πεφώτισμαι, ἐφωτίσθην

Χ
χαρίζομαι ①白白賜給 I bestow, grant; ②赦免 I forgive (χαριδ-, 23), χαρίσομαι, ἐχαρισάμην, -, κεχάρισμαι, ἐχαρίσθην
χάρισμα, τό, -ατος 恩賜 gift (χαρισματ-, 17, charisma = 魅力)
χείρων, -ον 更壞的 worse, more severe (χειρον-, 11)
χήρα, ἡ, -ας 寡婦 widow (χηρα-, 26)
χιλίαρχος, ὁ, -ου 千夫長、將軍 military tribune, captain (χιλιαρχο-, 21, chiliarch)
χιλιάς, ἡ, -άδος 千 thousand (χιλιαδ-, 23, chiliasm = millenarianism 千禧年說)
χίλιοι, -αι, -α 千 thousand (χιλιο/α-, 11, chiliasm = millenarianism 千禧年說) (參看數字表)
χιτών, ὁ, -ῶνος 裡衣 tunic, inner garment (χιτων-, 11, chiton 古希臘人所穿貼身長衣)
χοῖρος, ὁ, -ου 豬 pig, swine (χοιρο-, 12)
χορτάζω 飽足 I feed, satisfy (χορταδ-, 16), -, ἐχόρτασα, -, -, ἐχορτάσθην
χόρτος, ὁ, -ου 草 grass, hay (χορτο-, 15)
χράομαι 使用、利用 I use, make use of; 對待 I treat (χρα-, 11, catachresis = 詞語誤用 misuse of a word), χρήσομαι, ἐχρησάμην, -, κέχρημαι, -, (ἐχρώμην)
χρεία, ἡ, -ας 需要 need (χρεια-, 49)
χρηστότης, ἡ, -ητος 恩慈 kindness, goodness (χρηστοτητ-, 10)
χρυσίον, τό, -ου 金子 gold (χρυσιο-, 12)
χρυσός, ὁ, -ου 金子 gold (χρυσο-, 10)
χρυσοῦς, -ῆ, -οῦν 金的 golden (χρυσου/η-, 18, chrysanthemum = lit. golden flower 菊花)
χωλός, -ή, -όν 瘸腿的 lame, crippled (χωλο/η-, 14)
χώρα, ἡ, -ας 地方 region, place;田 field;鄉下 country (χωρα-, 28, chorography = 地勢圖)
χωρέω ①容下、接受 I have room, contain, accept; ②去、到 I go, reach (χωρε-, 10), χωρήσω, ἐχώρησα, κεχώρηκα, -, -
χωρίζω 主動:分開 I separate;被動:離開 depart (χωριδ-, 13), χωρίσω, ἐχώρισα, -, κεχώρισμαι, ἐχωρίσθην
χωρίον, τό, -ου place, field (χωριο-, 10, chorography = 地勢圖)
χωρίς (介繫詞)gen: without, apart from 沒有⋯、與⋯無關 (41)

Ψ
ψεύδομαι 說謊 I lie (ψευδ-, 12, pseudo- 偽), ψεύσομαι, ἐψευσάμην, -, ἔψευμαι, -
ψευδοπροφήτης, ὁ, -ου 假先知 false prophet (ψευδο + προφητη-, 11)
ψεῦδος, τό, -ους 謊言 lie (ψευδεσ-, 10, pseudo- 偽)
ψεύστης, ὁ, -ου 說謊者 liar (ψευστη-, 10)

Ω
(感嘆詞)唉 O! Oh! (17) (參看 易混淆的詞形)
ὡσαύτως (副詞)照樣 likewise (17)
ὡσεί (質詞)①如同 as, like, ②大約 about (21, ὡς + εἰ)
ὥσπερ (連接詞)正如、好像 just as, like (36)
ὠφελέω 有益 I benefit, profit (ωφελε-, 15), ὠφελήσω, ὠφέλησα, -, -, ὠφελήθην


Go to:    α    β    γ    δ    ε    ζ    η    θ    ι    κ    λ    μ    ν    ξ    ο    π    ρ    σ    τ    υ    φ    χ    ψ    ω



回主頁初階希臘文單字“不規則”動詞進階單字(按頻率排列)進階單字閃卡 ║ 最近更新: Sept 19, 2024