ἀγαλλιάω
歡樂 I exult, rejoice (αγαλλια-, 11), -, ἠγαλλιάσα, -, -, ἠγαλλιάθην
|
ἁγιάζω
| 成聖、分別為聖、尊為聖 I sanctify (αγιαδ-, 28), -, ἡγίασα, -, ἡγίασμαι, ἡγιάσθην
|
ἁγιασμός, ὁ, -οῦ
成聖 sanctification (αγιασμο-, 10)
|
ἀγνοέω
| 不知道 I do not know, am ignorant (αγνοε-, 22, agnostic = 不可知論者), -, ἠγνόησα, -, -, -, (ἠγνόουν)
|
ἀγορά, ἡ, -ᾶς
marketplace (αγορα-, 11)
|
ἀγοράζω
| 買 I buy (αγορατ-, 30), -, ἠγόρασα, -, ἠγόρασμαι, ἠγοράσθην, (ἠγόραζον)
|
ἀγρός, ὁ, -οῦ
| 田地、鄉下 field, country (αγρο-, 36, agrarian = 土地的)
|
ἀδελφή, ἡ, -ῆς
| 姐妹 sister (αδελφη-, 26)
|
ἅδης, ὁ, -ου
Hades, hell (αδη-, 10)
|
ἀδικέω
| 傷害、虧負 I harm, do wrong (α + δικε-, 28), ἀδικήσω, ἠδικήσα, ἠδικηκα, -, ἠδικήθην
|
ἀδικία, ἡ, -ας
| 不義 unrighteousness, injustice (α + δικια-, 25)
|
ἄδικος, -ον
unjust, unrighteous (α + δικο-, 12)
|
ἀδύνατος, -ον
incapable, impossible (α + δυνατο-, 10)
|
ἀθετέω
棄絕 I reject (αθετε-, 16, athetize), ἀθετήσω, ἠθετήσα, -, -, -
|
Αἴγυπτος, ἡ, -ου
| 埃及 Egypt (Αιγυπτο-, 25)
|
αἰτία, ἡ, -ας
| 緣故、罪名 cause, accusation (αιτια-, 20, etiology = 原因論、病源學)
|
ἀκαθαρσία, ἡ, -ας
uncleanness (α + καθαρσια-, 10)
|
ἀκάθαρτος, -ον
| 不潔、污穢 unclean (α + καθαρτο-, 32)
|
ἄκανθα, ἡ, -ης
thorn (ακανθα-, 14)
|
ἀκοή, ἡ, -ῆς
| 消息、風聲 report, news; 聽、耳 hearing, ear (ακοη-, 24)
|
ἀκροβυστία, ἡ, -ας
| 沒受割禮 uncircumcision (ακροβυστια-, 20)
|
ἀλέκτωρ, ὁ, -ορος
a cock, rooster (αλεκτορ-, 12)
|
ἀληθής, -ές
| 真的、誠實的 true, real, honest (αληθεσ-, 26)
|
ἀληθινός, -ή, -όν
| 真的 true, genuine (αληθινο/η-, 28)
|
ἀληθῶς
真實地 truly (18)
|
ἀλλότριος, -α, -ον
another's, strange (αλλοτριο/α-, 14)
|
ἅλυσις, ἡ, -εως
chain (αλυσι-, 11)
|
ἅμα
at the same time; dat: together with (10)
|
ἁμαρτάνω
| 犯罪 I sin (αμαρτ-, 43, Hamartiology = 罪論), ἁμαρτήσω, ἡμάρτησα or ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, -, -
|
ἁμαρτωλός, -ον
| (形容詞)罪的 sinful;(名詞)罪人 sinner (αμαρτωλο-, 47)
|
ἀμπελών, ὁ, -ῶνος
| 葡萄園 vineyard (αμπελων-, 23)
|
ἀμφώτεροι, -αι, -α
both (αμφοτερο/α-, 14)
|
ἀνά
acc: upwards, up; with numerals: each (13)
|
ἀναβλέπω
| ①抬頭看 I look up; ②恢復視力 I regain sight (ανα + βλεπ-, 25), -, ἀνεβλέψα, -, -, -
|
ἀναγγέλλω
I announce, report (αν + αγγελ-, 14), ἀναγγελῶ, ἀνήγγειλα, -, -, ἀνηγγέλην, (ἀνήγγελλον)
|
ἀναγινώσκω
| 誦讀 I read (aloud) (ανα + γνο-, 32), -, ἀνέγνω, -, -, ἀνεγνώσθην, (ἀνεγίνωσκον)
|
ἀνάγκη, ἡ, -ης
necessity (αναγκη-, 17)
|
ἀνάγω
| 主動:帶上、獻上 I lead up, offer up;關身:開船 I put to sea, set sail (αν + αγ-, 23), -, ἀνήγαγον, -, -, ἀνήχθην
|
ἀναιρέω
| ①殺、除去 I kill, abolish; ②關身:拾起 I take up (αν + αιρε-/ελ-, 24), ἀναιρήσω or ἀνελῶ, ἀνεῖλα or ἀνεῖλον, -, -, ἀνῃρέθην
|
ἀνάκειμαι
I recline (at meals) (ανα + κει-, 14), -, -, -, -, -, (ἀνεκείμην)
|
ἀνακρίνω
| 考查、評斷 I examine (ανα + κριν-, 16), -, ἀνέκρινα, -, -, ἀνεκρίθην
|
ἀναλαμβάνω
I take up (ανα + λαβ-, 13), -, ἀνέλαβον, -, -, ἀνελήμφθην
|
ἀναπαύω
I refresh;關身:I take rest (ανα + παυ-, 12), ἀναπαύσω, ἀνέπαυσα, -, ἀναπέπαυμαι, -
|
ἀναπίπτω
I fall down, recline, sit down (ανα + πετ-, 12), -, ἀνέπεσα, -, -, -
|
ἀνάστασις, ἡ, -εως
| 復活 resurrection (ανα + στατσι-, 42, Anastasia 女子名)
|
ἀναστροφή, ἡ, -ῆς
conduct, lifestyle (αναστροφη-, 13)
|
ἀνατολή, ἡ, -ῆς
east, dawn (ανατολη-, 11, Anatolia = 安那托利亞,小亞細亞的舊稱)
|
ἀναφέρω
I bring up, offer (ανα + φερ-, 10), -, ἀνηνεγκα or ἀνηνεγκον, -, -, -, (ἀνεφερόμην)
|
ἀναχωρέω
離開 I depart (ανα + χωρε-, 14), -, ἀνεχώρησα, -, -, -
|
ἄνεμος, ὁ, -ου
| 風 wind (ανεμο-, 31)
|
ἀνέχομαι
| 容忍 I endure, put up with (αν + σεχ-, 15, lit. to hold oneself back), ἀνέξομαι, ἀνεσχόμην, -, -, -
|
ἀνθίστημι
I resist (ανθ + στα-, 14), -, ἀνέστην, ἀνθέστηκα, -, -, (ἀνθιστόμην)
|
ἀνομία, ἡ, -ας
lawlessness (α + νομια-, 15)
|
ἀντί
| (介繫詞)gen: for, instead of 代替 (22, antiChrist = 敵基督)
|
ἄνωθεν
from above, again (13)
|
ἄξιος, -α, -ον
| 配得上、相稱的 worthy (αξιο/α-, 41, axiology = 價值論)
|
ἀπαγγέλλω
| 告訴 I announce, proclaim (απ + αγγελ-, 45), ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, -, -, ἀπηγγέλην, (ἀπήγγελλον)
|
ἀπάγω
I lead away (απ + αγ-, 15), -, ἀπήγαγον, -, -, ἀπήχθην
|
ἅπαξ
once, once for all (14)
|
ἀπαρνέομαι
I deny (απ + αρνε-, 11), ἀπαρνήσομαι, ἀπήρνησα, -, -, ἀπαρνηθήσομαι
|
ἅπας, -ασα, -αν
| 所有、一切 every, all (απαντ/απασα-, 34)
|
ἀπειθέω
I disbelieve, disobey (απειθε-, 14), -, ἠπείθησα, -, -, -, (ἠπείθουν)
|
ἀπέχω
| ①得到 I receive (in full);②遠離 I am distant;③關身:禁戒 I abstain, avoid (απ + σεχ-, 19), -, -, -, -, -, (ἀπεῖχον)
|
ἀπιστία, ἡ, -ας
unbelief (α + πιστια-, 11)
|
ἄπιστος, -ον
| 不信的、不可信的 unbelieving, unbelievable (α + πιστο-, 23)
|
ἀποδίδωμι
| 主動:回報 I give back, pay; 關身:賣 I sell (απο + δο-, 48), ἀποδώσω, ἀπέδωκα, -, -, ἀπέδοθην, (ἀπεδίδουν)
|
ἀποκαλύπτω
| 啟示、顯露 I reveal (απο + καλυπ-, 26, apocalypse = 啟示), ἀποκαλύψω, ἀπεκάλυψα, -, -, ἀπεκαλύφθην
|
ἀποκάλυψις, ἡ, -εως
revelation (απο + καλυψι-, 18, apocalypse = 啟示)
|
ἀπολογέομαι
I defend myself (απο + λογε-, 10, apologetics), ἀπολογήσω, -, -, -, ἀπολογήθην
|
ἀπολύτρωσις, ἡ, -εως
redemption (απολυτρωσι-, 10)
|
ἅπτω
| 主動:點燃 I light, ignite;關身:摸 I touch, grasp (αφ-, 39), ἅψω, ἥψα, -, ἧπμαι, ἥφθην, (ἥπτον)
|
ἀπώλεια, ἡ, -ας
destruction (απωλεια-, 18)
|
ἄρα
| (連接詞)那麼 then, therefore (49) (參看 易混淆的詞形)
|
ἀργύριον, τό, -ου
| 銀、錢 silver, money (αργυριο-, 20)
|
ἀρέσκω
討⋯喜悅 I please (αρ-, 17), ἀρέσω, ἤρεσα, -, -, -, (ἤρεσκον)
|
ἀριθμός, ὁ, -οῦ
a number (αριθμο-, 18, arithmetics = 算術)
|
ἀρνέομαι
| 否認 I deny (αρνε-, 33), ἀρνήσομαι, ἠρνησάμην, -, ἤρνημαι, -, (ἠρνοῦμην)
|
ἀρνίον, τό, -ου
| 羔羊 lamb (αρνιο-, 30)
|
ἁρπάζω
I seize, snatch away (αρπαδ-, 14, harpoon = 魚叉), ἁρπάσω, ἥρπασα, -, -, ἡρπάσθην or ἡρπάσγην
|
ἄρτι
| (副詞)現在、剛剛 now, just now (36)
|
ἀρχαῖος, -α, -ον
old, ancient (αρχαιο/α-, 11, archive = 存檔)
|
ἄχρι or ἄχρις
| (介繫詞)gen: until, as far as 直到 (49)
|
ἄρχων, ὁ, -οντος
| 首領、官長 ruler (αρχοντ-, 37, monarch = sole [μόνος] ruler 君主)
|
ἀσέλγεια, ἡ, -ας
licentiousness, debauchery, sensuality (ασελγεια-, 10)
|
ἀσθένεια, ἡ, -ας
| 軟弱、病 weakness, illness (ασθενεια-, 24, neurasthenia = 神經衰弱症)
|
ἀσθενέω
| 軟弱、患病 I am weak, sick (ασθενε-, 33), -, ἠσθένησα, ἠσθένηκα, -, -, (ἠσθενοῦν)
|
ἀσθενής, -ές
| 軟弱、病的 weak, sick (ασθενεσ-, 26)
|
ἀσκός, ὁ, -οῦ
(leather) bottle, wineskin (ασκο-, 12)
|
ἀσπασμός, ὁ, -οῦ
greeting (ασπασμο-, 10)
|
ἀστήρ, ὁ, -έρος
| 星 star (αστερ-, 24, asterisk = 星號)
|
ἀτενίζω
I look/gaze upon intently (ατενιδ-, 14), -, ἠτένισα, -, -, -
|
αὐξάνω
| 生長、興旺 I cause to grow, increase (αυξα-, 21, auxiliary = 輔助的), αὐξήσω, ηὔξησα, -, -, ηὐξήθην, (ηὔξανον)
|
αὐλή, ἡ, -ῆς
court, courtyard (αυλη-, 12)
|
αὔριον
明天 tomorrow (14)
|
ἀφαιρέω
I take away (αφ + αρε-, 10), ἀφελῶ, ἀφεῖλον, -, -, ἀφῃρέθην
|
ἄφεσις, ἡ, -εως
sending away, remission (αφεσι-, 17)
|
ἀφίστημι
I withdraw, depart (αφ + στα-, 14), ἀποστήσομαι, ἀπέστησα, -, -, -, (ἀφιστόμην)
|
ἀφορίζω
I separate (αφ + οριδ-, 10, aphorism = 格言), ἀφοριῶ or ἀφορίσω, ἀφώρισα, -, ἀφώρισμαι, -, (ἀφώριζον)
|
ἄφρων, -ον
foolish (αφρον-, 11)
|
Β
βάπτισμα, τό, -ατος
| 洗禮 baptism (βαπτισματ-, 19)
|
βαπτιστής, ὁ, -οῦ
施洗者 baptist (βαπτιστη-, 12)
|
βασανίζω
I torment (βασανιδ-, 12), -, ἐβασάνισα, -, -, ἐβασανίσθην, (ἐβασάνιζον)
|
βασιλεύω
| 作王 I reign (βασιλευ-, 21), βασιλεύσω, ἐβασίλευσα, -, -, -
|
βαστάζω
| 擔負、提帶 I bear, carry (βασταδ-, 27), βαστάσω, ἐβάστασα, -, -, -, (ἐβάσταζον)
|
βῆμα, τό, -ατος
judgment seat (βαματ-, 12, bema = 高座)
|
βιβλίον, τό, -ου
| 書卷 book, scroll (βιβλιο-, 34, bible = 聖經)
|
βίβλος, ἡ, -ου
book (βιβλο-, 10, bibliography = 參考書目)
|
βίος, ὁ, -ου
life (βιο-, 10, bio-)
|
βλασφημέω
| 褻瀆、辱罵、毀謗 I blaspheme, revile, slander (βλασφημε-, 34), -, ἐβλασφήμησα, -, -, βλασφημηθήσομαι, (ἐβλασφήμουν)
|
βλασφημία, ἡ, -ας
blaspheme, reproach (βλασφημια-, 18)
|
βοάω
I cry aloud (βοα-, 12), βοήσω, ἐβόησα, -, -, -
|
βουλή, ἡ, -ῆς
counsel, purpose (βουλη-, 12)
|
βούλομαι
| 意願 I wish, determine (βουλ/βουλε-, 37), -, -, -, -, ἐβουλήθην, (ἐβουλόμην)
|
βροντή, ἡ, -ῆς
thunder (βροντη-, 12, brontosaurus = lit. thunder-lizard 雷龍)
|
βρῶμα, τό, -ατος
food (βρωματ-, 17)
|
βρῶσις, ἡ, -εως
eating, food, rust (βρωσι-, 11)
|
Γ
γαμέω
| 婚娶 I marry (γαμε-, 28, polygamy = plural marriage 重婚), -, ἔγημα or ἐγάμησα, γεγάμηκα, -, ἐγαμήθην, (ἐγάμουν)
|
γάμος, ὁ, -ου
marriage, wedding (γαμο-, 16, polygamy = 重婚)
|
γε
| (質詞)果真 indeed, really, even (26)
|
γέεννα, ἡ, -ης
hell, Gehenna (γεεννα-, 12)
|
γέμω
I fill (γεμ-, 11), -, -, -, -, -
|
γενεά, ἡ, -ας
| 世代 generation (γενεα-, 43, genealogy = 家譜)
|
γένος, τό, -ους
| 族類、後裔、類別 race, offspring, kind (γενεσ-, 20, akin to genus 種)
|
γεύομαι
品嚐 I taste (γευ-, 15, disgust = to offend the taste of), γεύσομαι, ἐγευσάμην, -, -, -
|
γεωργός, ὁ, -οῦ
| 農夫、栽培者 farmer (γεωργο-, 19, George)
|
γνωρίζω
| ①指示、告訴(使知道) I make known; ②知道 I know (γνωριδ-, 25), γνωρίσω, ἐγνώρισα, -, -, ἐγνωρίσθην
|
γνῶσις, ἡ, -εως
| 知識 knowledge (γνωσι-, 29, Gnostics = 諾斯底主義者)
|
γνωστός , -ή, -όν
known, friend (γνωστο/η-, 15)
|
γονεύς, ὁ, -έως
| 父母 parent (γονεϝ-, 20)
|
γόνυ, τό, -ατος
knee (γονατ-, 12)
|
γράμμα, τό, -ατος
a letter (of the alphabet); pl: writings (γραμματ-, 14)
|
γρηγορέω
| 儆醒 I keep watch, am awake (γρηγορε-, 22, Gregory), -, ἐγρηγόρησα, -, -, -
|
γυμνός, -ή, -όν
naked (γυμνο/η-, 15, gymnasium = 體育館)
|
Δ
δαιμονίζομαι
I am demon possessed (δαιμονιδ-, 13), -, -, -, -, ἐδαιμονίσθην
|
δάκρυον, τό, -ου
a tear (δακρυο-, 10, akin to lachrymal = 淚腺)
|
δεῖπνον, τό, -ου
supper (δειπνο-, 16)
|
δέησις, ἡ, -εως
entreaty (δεησι-, 18)
|
δέκα
十 ten (25, decade = 十年)
(參看數字表)
|
δένδρον, τό, -ου
| 樹 tree (δενδρο-, 25)
|
δέομαι
| 求、祈求 I beg, beseech, pray (δε-, 22), -, -, -, -, ἐδεήθην, (ἐδοῦμην)
|
δέρω
I beat (δερ-, 15), -, ἔδειρα, -, -, δαρήσομαι
|
δέσμιος, ὁ, -ου
a prisoner (δεσμιο-, 16)
|
δεσμός, ὁ, -οῦ
fetter, bond (δεσμο-, 18)
|
δεσπότης, ὁ, -ου
master, lord, owner (δεσποτη-, 10, despot = 暴君)
|
| | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | | |