進階希臘文單字

以下是在新約聖經中出現10-49次的單字(專有名詞與已經包括在初階希臘文的單字除外),按出現頻率排列。(另見按字母排列)

學習新約希臘文單字
頻率≥50次20-49次10-19次5-9次1-4次
單字320字312字491字734字3548字
課程初階進階 (803字)高階 (4282字)


Go to frequency:    45次    40次    35次    30次    25次    20次    15次    10次


出現49次 (6x)
ἄρα (連接詞)那麼 then, therefore (49) (參看 易混淆的詞形)
ἄχρι or ἄχρις (介繫詞)gen: until, as far as 直到 (49)
ἔτος, τό, -ους 年 year (ετεσ-, 49)
παραλαμβάνω 領受、帶著 I receive from, take along (παρα + λαβ-, 49), παραλήμψομαι, παρέλαβον, -, -, παρελήμφθην
φανερόω 顯明 I make manifest (φανερο-, 49, theophany = 神的顯現), φανερώσω, ἐφανέρωσα, -, πεφανέρωμαι, ἐφανερώθην
χρεία, ἡ, -ας 需要 need (χρεια-, 49)

出現48次 (4x)
ἀποδίδωμι 主動:回報 I give back, pay; 關身:賣 I sell (απο + δο-, 48), ἀποδώσω, ἀπέδωκα, -, -, ἀπέδοθην, (ἀπεδίδουν)
ἔμπροσθεν (介繫詞)gen: before, in front of 在⋯面前 (48)
ἔρημος, ἡ, -ου (名詞)曠野 wilderness, desert;(形容詞)荒涼的 desolate (ερημο-, 48, hermit = 隱士)
ποῦ (副詞)在哪裡 where? whither? (48) (參看 易混淆的詞形)

出現47次 (8x)
ἁμαρτωλός, -ον (形容詞)罪的 sinful;(名詞)罪人 sinner (αμαρτωλο-, 47)
κρατέω 抓握 I grasp, am strong (κρατε-, 47, plutocratic = 富豪的 grasping wealth), κρατήσω, ἐκράτησα, κεκράτηκα, κεκράτημαι, -
κρίσις, ἡ, -εως 審判、公義 judgment, justice (κρισι-, 47, crisis = 危機)
οὐκέτι (副詞)不再 no longer, no more (47)
πρό (介繫詞)gen: before ⋯之前 (47, prologue = 序幕)
προσφέρω 主動:帶來、獻上 I bring to, offer;關身:對待 I treat, deal with (προσ + φερ/οι/ενεχ-, 47), -, προσήνεγκον, προσενήνοχα, -, προσηνέχθην
φόβος, ὁ, -ου 懼怕 fear, terror (φοβο-, 47, phobia = 恐懼症)
φυλακή, ἡ, -ῆς 監獄、看守 prison, guard, watch (φυλακη-, 47)

出現46次 (6x)
θηρίον, τό, -ου 野獸 wild beast (θηριο-, 46, theriomorphic = 獸形的)
καθίζω 坐 I seat, sit (καθιδ-, 46, cathedral = 大教堂), καθίσω or καθιῶ, ἐκάθισα, κεκάθικα, -, -
μικρός, -ά, -όν 小 small, little (μικρο/α-, 46, microwave = 微波爐)
οὐαί (感歎詞)有禍了 woe! alas! (46)
σταυρόω 釘十字架 I crucify (σταυρο-, 46), σταυρώσω, ἐσταύρωσα, -, ἐσταύρωμαι, ἐσταυρώθην
σωτηρία, ἡ, -ας 拯救 salvation (σωτηρια-, 46, soteriology = 救贖論)

出現45次 (5x)
ἀπαγγέλλω 告訴 I announce, proclaim (απ + αγγελ-, 45), ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, -, -, ἀπηγγέλην, (ἀπήγγελλον)
διώκω 追求、逼迫 I pursue, persecute (διωκ-, 45), διώξω, ἐδίωξα, -, δεδίωγμαι, ἐδιώχθην, (ἐδίωκον)
θλῖψις, ἡ, -εως 患難 tribulation (θλιψι-, 45)
ναός, ὁ, -οῦ 殿宇、聖所 temple, sanctuary (ναο-, 45)
ὅμοιος, -α, -ον 好像 like (ομοιο/α-, 45, homosexual = 同性戀)

出現44次 (2x)
ἐπιγινώσκω 知道、認出 I come to know, recognize (επι + γνο-, 44), ἐπιγνώσομαι, ἐπέγνων, ἐπέγνωκα, -, ἐπεγνώσθην
κατοικέω 居住 I inhabit, dwell (κατ + οικε-, 44), -, κατῴκησα, -, -, -

出現43次 (10x)
ἁμαρτάνω 犯罪 I sin (αμαρτ-, 43, Hamartiology = 罪論), ἁμαρτήσω, ἡμάρτησα or ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, -, -
γενεά, ἡ, -ας 世代 generation (γενεα-, 43, genealogy = 家譜)
δεύτερος, -α, -ον 第二 second (δευτερο/α-, 43, Deuteronomy = 申命記) (參看數字表)
δέω 捆綁 I bind (δε-, 43, diadem = 王冠), -, ἔδησα, δέδεκα, δέδεμαι, ἐδέθην
διέρχομαι 經過 I go through, pass through (δι + ερχ/ελευθ-, 43), διελεύσομαι, διῆλθον, διελήλυθα, -, -, (διηρχόμην)
θαυμάζω 希奇 I marvel, wonder at (θαυματ-, 43, thaumaturge = 魔術師), -, ἐθαύμασα, -, -, ἐθαυμάσθην, (ἐθαύμαζον)
θεραπεύω 醫治、服事 I heal, serve (θεραπευ-, 43, therapeutic = 治療的), θεραπεύσω, ἐθεράπευσα, -, τεθεράπευμαι, ἐθεραπεύθην
σεαυτοῦ, -ῆς 你自己 of yourself (43) (參看 反身代名詞 詞形變化表)
σπέρμα, τό, -ατος 種子、後裔 seed, offspring (σπερματ-, 43, sperm = 精子)
φωνέω 叫、喊 I call, shout (φωνε-, 43, phonetic = 語音學), φωνήσω, ἐφώνησα, -, -, ἐφωνήθην, (ἐφώνουν)

出現42次 (6x)
ἀνάστασις, ἡ, -εως 復活 resurrection (ανα + στατσι-, 42, Anastasia 女子名)
ἐγγίζω 靠近 I come near (εγγιδ-, 42), ἐγγιῶ, ἤγγισα, ἤγγικα, -, -, (ἤγγιζον)
εὐλογέω 祝福、稱頌 I bless (ευλογε-, 42, eulogy 悼詞), εὐλογήσω, εὐλόγησα, εὐλόγηκα, εὐλόγημαι, εὐλογήθην
καινός, -ή, -όν 新的 new, fresh (καινο/η-, 42)
μέρος, τό, -ους 部份 part (μερεσ-, 42, pentamerous = 五跗節的)
πάσχω 受苦 I suffer (παθ-, 42, paschal = 逾越節的), -, ἔπαθον, πέπονθα, -, -

出現41次 (8x)
ἄξιος, -α, -ον 配得上、相稱的 worthy (αξιο/α-, 41, axiology = 價值論)
ἐργάζομαι 作工 I work (εργατ-, 41), -, ἠργασάμην, -, -, -, (ἠργαζόμην)
πάντοτε (副詞)常常 always (41)
παρίστημι 獻上、站在旁邊 I present, stand by (παρ + στα-, 41), παραστήσω, παρέστησα, παρέστηκα, -, παρεστάθην
σήμερον (副詞)今日 today (41)
τέσσαρες, -ων 四 four (τεσσαρ-, 41, tetragon = 四角形) (參看數字表)
τιμή, ἡ, -ῆς 尊貴、價錢 honor, price (τιμη-, 41)
χωρίς (介繫詞)gen: without, apart from 沒有⋯、與⋯無關 (41)

出現40次 (8x)
ἑτοιμάζω 預備 I prepare (ετοιματ-, 40), ἑτοιμάσω, ἡτοίμασα, ἡτοίμακα, ἡτοίμασμαι, ἡτοιμάσθην
κλαίω 哭泣 I weep (κλαϝ-, 40), κλαύσω, ἔκλαυσα, -, -, -, (ἔκλαιον)
λογίζομαι 算、想 I account, reckon, think (λογιδ-, 40, logic = 邏輯), -, ἐλογισάμην, -, -, ἐλογίσθην, (ἐλογιζόμην)
μισέω 恨惡 I hate (μισε-, 40, misogynist = woman-hater 厭惡女人者), μισήσω, ἐμίσησα, μεμίσηκα, μεμίσημαι, -, (ἐμίσουν)
μνημεῖον, τό, -ου 墳墓 tomb, monument (μνημειο-, 40)
οἰκοδομέω 建造、造就 I build, edify (οικοδομε-, 40), οἰκοδομήσω, ᾠκοδόμησα, ᾠκοδόμηκα, -, οἰκοδομήθην or ᾠκοδομήθην, (ᾠκοδόμουν)
ὀλίγος, -η, -ον 小、少 little, few (ολιγο/η-, 40, oligarchy = rule by the few 寡頭政治)
τέλος, τό, -ους 末了、目的 end, goal (τελεσ-, 40, teleology = 目的論)

出現39次 (9x)
ἅπτω 主動:點燃 I light, ignite;關身:摸 I touch, grasp (αφ-, 39), ἅψω, ἥψα, -, ἧπμαι, ἥφθην, (ἥπτον)
δικαιόω 稱義、證實為義 I justify, vindicate (δικαιο-, 39), δικαιώσω, ἐδικαίωσα, -, δεδικαίωμαι, ἐδικαιώθην
ἐπιτίθημι 放在⋯上 I lay upon (επι + θε-, 39), ἐπιθήσω, ἐπέθηκα, -, -, -, (ἐπετίθουν)
θύρα, ἡ, -ας 門 door (θυρα-, 39)
ἱκανός, -ή, -όν 多、夠、配 sufficient, considerable, worthy (ικανο/η-, 39)
περισσεύω 有餘、富足 I abound, am rich (περισσευ-, 39), -, ἐπερίσσευσα, -, -, ἐπερισσεύθην, (ἐπερίσσευον)
πλανάω 欺哄、迷惑 I lead astray, deceive (πλανα-, 39, planet = wandering star 行星), πλανήσω, ἐπλάνησα, -, πεπλάνημαι, ἐπλανήθην
πράσσω 行、做 I do, perform, practice (πραγ-, 39, practice = 實行), πράξω, ἔπραξα, πέπρακα, πέπραγμαι, -
πρόβατον, τό, -ου 羊、綿羊 sheep (προβατο-, 39)

出現38次 (5x)
ἐπιθυμία, ἡ, -ας 欲望、私慾 eager desire, passion (επι + θυμια-, 38)
εὐχαριστέω 感謝 I give thanks (ευ + χαριστε-, 38, Eucharist = 聖餐), -, εὐχαρίστησα, -, -, εὐχαριστήθην
πειράζω 試探、試煉 I test, tempt, attempt (πειραδ-, 38), -, ἐπείρασα, -, πεπείρασμαι, ἐπειράσθην, (ἐπείραζον)
πέντε 五 five (38, Pentateuch = 摩西五經) [Indeclinable] (參看數字表)
ὑποτάσσω 主動:使⋯臣服 I subject;被動:順服 I submit (υπο + ταγ-, 38, hypotaxis = 從屬結構), -, ὑπέταξα, -, ὑποτέταγμαι, ὑπετάγην

出現37次 (10x)
ἄρχων, ὁ, -οντος 首領、官長 ruler (αρχοντ-, 37, monarch = sole [μόνος] ruler 君主)
βούλομαι 意願 I wish, determine (βουλ/βουλε-, 37), -, -, -, -, ἐβουλήθην, (ἐβουλόμην)
διάβολος, -ον (名詞)魔鬼 the Devil;(形容詞)說讒言的 slanderous (διαβολο-, 37)
διακονέω 服事 I wait upon, serve, minister (δι + ακονε-, 37), διακονήσω, διηκόνησα, -, -, διηκονήθην, (διηκόνουν)
ἐκεῖθεν (副詞)從那裡 from there, thence (37)
ἐμαυτοῦ, -ῆς 我自己 of myself (37) (參看 反身代名詞 詞形變化表)
καλῶς (副詞)好、不錯 well, rightly (37)
καυχάομαι 誇口 I boast (καυχα-, 37), καυχήσομαι, ἐκαυχησάμην, -, κεκαύχημαι, -
μαρτυρία, ἡ, -ας 見證、證據 testimony, witness, evidence (μαρτυρια-, 37)
παραγίνομαι 來到 I come, arrive (παρα + γεν-, 37), -, παρεγενόμην, -, -, -, (παρεγινόμην)

出現36次 (9x)
ἀγρός, ὁ, -οῦ 田地、鄉下 field, country (αγρο-, 36, agrarian = 土地的)
ἄρτι (副詞)現在、剛剛 now, just now (36)
ἐπιστρέφω (使)轉身、轉回 I turn, return (επι + στρεφ-, 36), ἐπιστρέψω, ἐπέστρεψα, -, -, ἐπεστράφην
εὐθέως (副詞)立刻 immediately (36)
ὀργή, ἡ, -ῆς 忿怒 anger, wrath (οργη-, 36)
οὖς, τό, ὠτός 耳朵 ear (ωτ-, 36, otology = 耳科) (參看 易混淆的詞形)
περιτομή, ἡ, -ῆς 割禮 circumcision (περιτομη-, 36)
προσευχή, ἡ, -ῆς 禱告 prayer (προσευχη-, 36)
ὥσπερ (連接詞)正如、好像 just as, like (36)

出現35次 (4x)
μάρτυς, ὁ, -υρος 見證人 witness (μαρτυρ-, 35, martyr = 殉道者)
ὀπίσω (介繫詞)gen: behind, after 在⋯之後;(副詞)back, behind 後面 (35)
ὀφείλω 應該、虧欠 I am obligated, ought, I owe (οφειλ-, 35), -, -, -, -, -, (ὤφειλον)
ὑποστρέφω 回來、背棄 I return, turn back (υπο + στρεφ-, 35), ὑποστρέψω, ὑπέστρεψα, -, -, -, (ὑπέστρεφον)

出現34次 (9x)
ἅπας, -ασα, -αν 所有、一切 every, all (απαντ/απασα-, 34)
βιβλίον, τό, -ου 書卷 book, scroll (βιβλιο-, 34, bible = 聖經)
βλασφημέω 褻瀆、辱罵、毀謗 I blaspheme, revile, slander (βλασφημε-, 34), -, ἐβλασφήμησα, -, -, ἐβλασφημήθην, (ἐβλασφήμουν)
διακονέω 服事 I wait upon, serve, minister (δι + ακονε-, 37), διακονήσω, διηκόνησα, -, -, διηκονήθην, (διηκόνουν)
μέλος, τό, -ους 肢體 a member, body part (μελεσ-, 34)
μετανοέω 悔改 I repent (μετα + νοε-, 34), -, μετενόησα, -, -, -
μήτε (連接詞)也不 neither, nor (34)
οἶνος, ὁ, -ου 酒 wine (οινο-, 34)
πτωχός, -ή, -όν (形容詞)貧窮的 poor;(名詞)乞丐 (πτωχο/η-, 34)

出現33次 (7x)
ἀρνέομαι 否認、捨棄 I deny, renounce (αρνε-, 33), ἀρνήσομαι, ἠρνησάμην, -, ἤρνημαι, -, (ἠρνοῦμην)
ἀσθενέω 軟弱、患病 I am weak, sick (ασθενε-, 33), -, ἠσθένησα, ἠσθένηκα, -, -, (ἠσθενοῦν)
διαθήκη, ἡ, -ης 盟約 covenant (διαθηκη-, 33)
ἐκπορεύομαι 出來 I go out, come out (εκ + πορευ-, 33), ἐκπορεύσομαι, -, -, -, -, (ἐξεπορευόμην)
ναί (質詞)是的 yes, indeed (33)
ποῖος, -α, -ον (疑問代名詞)①哪種?what sort of? ②什麼?what? which? (=τίς) (ποιο/α-, 33)
Σατανᾶς, ὁ 撒但 Satan (33)

出現32次 (9x)
ἀκάθαρτος, -ον 不潔、污穢 unclean (α + καθαρτο-, 32)
ἀναγινώσκω 誦讀 I read (aloud) (ανα + γνο-, 32), -, ἀνέγνω, -, -, ἀνεγνώσθην, (ἀνεγίνωσκον)
δυνατός, -ή, -όν 有能力、可能的 powerful, possible (δυνατο/η-, 32)
ἐχθρός, -ά, -όν (名詞)仇敵 enemy;(形容詞)敵對的 hostile (εχθρο/α-, 32)
ἥλιος, ὁ, -ου 太陽 sun (ηλιο-, 32, helium = 氦)
παραγγέλλω 吩咐 I command, charge (παρ + αγγελ-, 32), -, παρήγγειλα, -, παρήγγελμαι, -, (παρήγγελλον)
ὑπομονή, ἡ, -ῆς 堅忍 perseverance, endurance (υπομονη-, 32)

出現31次 (14x)
ἄνεμος, ὁ, -ου 風 wind (ανεμο-, 31)
ἐγγύς (副詞)近了 near, at hand;(介繫詞)gen: near 與⋯相近 (31)
ἐλπίζω 盼望 I hope (ελπιδ-, 31), ἐλπιῶ, ἤλπισα, ἤλπικα, -, -, (ἤλπιζον)
ἔξεστιν 可以 it is lawful (ἐξ + ἐστιν, 31)
ἱερεύς, ὁ, -έως 祭司 priest (ιερεϝ-, 31, hierarchy = 僧侶統治)
καθαρίζω 潔淨 I cleanse (καθαριδ-, 31, catharsis = 淨化), καθαριῶ, ἐκαθάρισα, -, κεκαθάρισμαι, ἐκαθαρίσθην
παρρησία, ἡ, -ας 膽量、明講、公開 boldness, plainness, openness (παρρησια-, 31)
πλῆθος, τό, -ους 許多、眾人 multitude (πληθεσ-, 31, plethora = 過剩)
πλήν (連接詞)然而 nevertheless, but;(介繫詞)gen: except 除了⋯ (31)
ποτήριον, τό, -ου 杯 cup (ποτηριο-, 31)
σκότος, τό, -ους 黑暗 darkness (σκοτεσ-, 31, scotopia = 暗視力)
φαίνω 主動:光照 I shine;關身被動:顯現 I appear, am seen (φαν-, 31, phantom = 幽靈 thing apparently seen), φανοῦμαι, ἔφανα, -, -, ἐφάνην, (ἔφαινον)
φυλάσσω 看守、遵守 I guard, keep (φυλαγ-, 31, prophylaxis = 預防), φυλάξα, ἐφύλαξα, -, -, -
φυλή, ἡ, -ῆς 支派、民族 tribe (φυλη-, 31, phylum = 門 [生物學分類之一])

出現30次 (7x)
ἀγοράζω 買 I buy (αγορατ-, 30), ἀγοράσω, ἠγόρασα, -, ἠγόρασμαι, ἠγοράσθην, (ἠγόραζον)
ἀρνίον, τό, -ου 羔羊 lamb (αρνιο-, 30)
διδαχή, ἡ, -ῆς 教導 teaching (διδαχη-, 30, didactic = 教導的)
ἐπικαλέω 主動:稱呼 I call, name;關身:呼求 I call on, appeal (επι + καλεϝ-, 30), -, ἐπεκαλέσα, -, ἐπικέκλημαι, ἐπεκλήθην
ὁμοίως 同樣地 likewise, in the same way (30)
συνείδησις, ἡ, -εως 良心 conscience (συνειδησι-, 30)
συνέρχομαι 同來、聚集 I come together (συν + ερχ/ελευθ-, 30), -, συνῆλθον, συνελήλυθα, -, -, (συνηρχόμην)

出現29次 (15x)
γνῶσις, ἡ, -εως 知識 knowledge (γνωσι-, 29, Gnostics = 諾斯底主義者)
διάκονος, ὁ and ἡ, -ου 用人、執事 servant, minister, deacon (διακονο-, 29)
ἐπιτιμάω 責備、嚴囑 I rebuke, warn (επι + τιμα-, 29), -, ἐπετιμησα, -, -, -, (ἐπετίμων)
ἰσχυρός, -ά, -όν 強壯、有力的 strong, mighty (ισχυρο/α-, 29)
μάχαιρα, ἡ, -ης 刀劍 sword, daggar (μαχαιρα-, 29)
μισθός, ὁ, -οῦ 工價、賞賜 wages, reward (μισθο-, 29)
παράκλησις, ἡ, -εως 勸勉、安慰 exhortation, consolation (παρακλησι-, 29)
παρέρχομαι 經過、廢去 I pass by, pass away (παρ + ερχ-, 29), παρελεύσομαι, παρῆλθον, παρελήλυθα, -, -
πάσχα, τό 逾越節 Passover, Passover lamb (29) [Indeclinable]
πόθεν (連接詞)從哪裡 from where? (29)
ποτέ (質詞)從前 formerly, once;從來 ever, at any time (29) (參看 易混淆的詞形)
προσκαλέομαι 召來 I summon (προσ + καλεϝ-, 29), -, προσεκαλεσάμην, -, προσκέκλημαι, -
σκανδαλίζω 使跌倒、反感 I cause to stumble, offend (σκανδαλιδ-, 29, scandalize = 使反感), -, ἐσκανδάλισα, -, -, ἐσκανδαλίσθην, (ἐσκανδαλιζομην)
φεύγω 逃走、逃脫、逃避 I flee, escape (φυγ-, 29, fugitive = 逃犯), φεύξομαι, ἔφυγον, πέφευγα, -, -
φίλος, -η, -ον (名詞)朋友 friend;(形容詞)友好的 friendly (φιλο-, 29)

出現28次 (15x)
ἁγιάζω 成聖、分別為聖、尊為聖 I sanctify (αγιαδ-, 28), -, ἡγίασα, -, ἡγίασμαι, ἡγιάσθην
ἀδικέω 傷害、虧負 I harm, do wrong (α + δικε-, 28), ἀδικήσω, ἠδικήσα, ἠδικηκα, -, ἠδικήθην
ἀληθινός, -ή, -όν 真的 true, genuine (αληθινο/η-, 28)
γαμέω 婚娶 I marry (γαμε-, 28, bigamy 重婚), -, ἔγημα or ἐγάμησα, γεγάμηκα, -, ἐγαμήθην, (ἐγάμουν)
ἐλεέω 憐憫 I have mercy (ελεε-, 28, eleemosynary = 慈善的), ἐλεήσω, ἠλέησα, -, ἠλέημαι, ἠλεήθην
ἡγέομαι ①領首 I lead, rule; ②視為 I regard, consider (ηγε-, 28), -, ἡγήσαμην, -, ἥγημαι, -
θυγάτηρ, ἡ, -τρός 女兒 daughter (θυγατερ-, 28)
θυσία, ἡ, -ας 祭祀、祭物 sacrifice (θυσια-, 28)
ἰσχύω 強壯、能夠、得勝 I am strong, able (ισχυ-, 28), ἰσχύσω, ἴσχυσα, -, -, -, (ἴσχυον)
μυστήριον, τό, -ου 奧祕 mystery (μυστηριο-, 28)
νικάω 得勝 I conquer, overcome (νικα-, 28, Nichalos = victor over people), νικήσω, ἐνίκησα, νενίκηκα, -, ἐνικήθην
πλούσιος, -α, -ον 富足的 rich (πλουσιο/α-, 28, plutocratic = grasping wealth 富豪的)
προφητεύω 預言、講道 I prophesy (προφητευ-, 28), προφητεύσω, ἐπροφήτευσα, -, -, -, (ἐπροφήτευον)
τελέω 完成、應驗 I finish, fulfill (τελεϝ-, 28, teleology = 目的論), τελέσω, ἐτέλεσα, τετέλεκα, τετέλεσμαι, ἐτελέσθην
χώρα, ἡ, -ας 地方 region, place;田 field;鄉下 country (χωρα-, 28, chorography = 地勢圖)

出現27次 (9x)
βαστάζω 擔負、提帶 I bear, carry (βασταδ-, 27), βαστάσω, ἐβάστασα, -, -, -, (ἐβάσταζον)
ἔλεος, τό, -ους 憐憫 pity, mercy (ελεεσ-, 27)
ἐνδύω 穿上 I put on, clothe (εν + δυ-, 27), -, ἐνέδυσα, -, ἐνδέδυμαι, -
καθαρός, -ά, -όν 清潔、純淨 clean, pure (καθαρο/α-, 27, catharsis = 淨化)
καταργέω 作廢、毀滅 I nullify, abolish (κατα + εργε-, 27), καταργήσω, κατήργησα, κατήργηκα, κατήργημαι, κατηργήθην
κρίμα, τό, -ατος 審判、刑罰 judgment (κριματ-, 27)
κώμη, ἡ, -ης 村莊 village (κωμη-, 27)
πόσος, -η, -ον 多少、何等 how great? how much? (ποσο/η-, 27)
σταυρός, ὁ, -οῦ 十字架 cross (σταυρο-, 27)

出現26次 (18x)
ἀδελφή, ἡ, -ῆς 姐妹 sister (αδελφη-, 26)
ἀληθής, -ές 真的、誠實的 true, real, honest (αληθεσ-, 26) (參看3-3形容詞詞形變化表)
ἀποκαλύπτω 啟示、顯露 I reveal (απο + καλυπ-, 26, apocalypse = 啟示), ἀποκαλύψω, ἀπεκάλυψα, -, -, ἀπεκαλύφθην
ἀσθενής, -ές 軟弱、病的 weak, sick (ασθενεσ-, 26)
γε (質詞)果真 indeed, really, even (26)
ἕνεκα or ἕνεκεν (介繫詞)gen: on account of, for the sake of 因、為⋯ (26)
ἐπεί (連接詞)因為、既然 because, since, for otherwise (26)
ἥκω 來到、在這裡 I have come, am present (ηκ-, 26), ἥξω, ἧξα, ἥκα, -, -
ἰάομαι 治癒 I heal (ια-, 26, pediatrics = 小兒科 medical care of children [παῖς]), ἰάσομαι, ἰασάμην, -, ἴαμαι, ἰάθην, (ἰώμην)
λυπέω 憂愁 I grieve (λυπε-, 26), -, ἐλύπησα, λελύπηκα, -, ἐλυπήθην
ὀμνύω or ὄμνυμι 起誓 I swear, take an oath (ομ-, 26), -, ὤμοσα, -, -, -
ὁμολογέω 承認、宣稱 I confess, profess (ομολογε-, 26, lit. to say same thing, homologous = 一致的), ὁμολογήσω, ὡμολόγησα, -, -, -, (ὡμολόγουν)
οὔπω (副詞)還沒有 not yet (26)
πνευματικός, -ή, -όν 屬靈的 spiritual (πνευματικο/η-, 26)
στρατιώτης, ὁ, -ου 士兵 soldier (στρατιωτη-, 26)
συνίημι 明白 I understand (συν + σε-, 26), συνήσω, συνῆκα, -, -, -
φρονέω 思念、看為 I think, set one's mind (φρονε-, 26), φρονήσω, ἐφρόνησα, πεφρόνηκα, -, -, (ἐφρόνουν)
χήρα, ἡ, -ας 寡婦 widow (χηρα-, 26)

出現25次 (18x)
ἀδικία, ἡ, -ας 不義 unrighteousness, injustice (α + δικια-, 25)
Αἴγυπτος, ἡ, -ου 埃及 Egypt (Αιγυπτο-, 25)
ἀναβλέπω ①抬頭看 I look up; ②恢復視力 I regain sight (ανα + βλεπ-, 25), -, ἀνεβλέψα, -, -, -
γνωρίζω ①指示、告訴(使知道) I make known; ②知道 I know (γνωριδ-, 25), γνωρίσω, ἐγνώρισα, -, -, ἐγνωρίσθην
δέκα 十 ten (25, decade = 十年) [Indeclinable] (參看數字表)
δένδρον, τό, -ου 樹 tree (δενδρο-, 25)
δουλεύω 服事、作奴僕 I serve as a slave (δουλευ-, 25), δουλεύσω, ἐδούλευσα, δεδούλευκα, -, -
Ἕλλην, ὁ, -ηνος 希利尼人 Greek (Ελλεν-, 25, Hellenize = 希臘化)
ἑορτή, ἡ, -ῆς 節期 feast, festival (εορτη-, 25, Heortology = 宗教節日學)
κελεύω 吩咐 I command, order (κελευ-, 25), κελεύσω, ἐκέλευσα, -, -, ἐκελεύσθην, (ἐκέλευον)
λευκός, -ή, -όν 白的 white (λευκο/η-, 25, leukemia = 白血病 lit. white blood [αἷμα])
μανθάνω 學習 I learn (μαθ-, 25, math = 數學), -, ἔμαθον, μεμάθηκα, -, -
μήποτε (連接詞)恐怕、免得 lest;(質詞)或許 perhaps;從不 never (25)
νεφέλη, ἡ, -ης 雲 cloud (νεφελη-, 25, nephelometer 測雲計)
πορνεία, ἡ, -ας 淫亂 fornication (πορνεια-, 25, pornography = 色情[書畫])
σός, σή, σόν 你的 your (σο/η-, 25)
στέφανος, ὁ, -ου 冠冕 crown, wreath; 司提反 Stephen (στεφανο-, 25)
φιλέω 愛、親嘴 I love, kiss (φιλε-, 25), -, ἐφίλησα, πεφίληκα, -, -, (ἐφίλουν)

出現24次 (16x)
ἀκοή, ἡ, -ῆς 消息、風聲 report, news; 聽、耳 hearing, ear (ακοη-, 24)
ἀναιρέω ①殺、除去 I kill, abolish; ②關身:拾起 I take up (αν + αιρε-/ελ-, 24), ἀναιρήσω or ἀνελῶ, ἀνεῖλα or ἀνεῖλον, -, -, ἀνῃρέθην
ἀσθένεια, ἡ, -ας 軟弱、病 weakness, illness (ασθενεια-, 24, neurasthenia = 神經衰弱症)
ἀστήρ, ὁ, -έρος 星 star (αστερ-, 24, asterisk = 星號)
ἐπιστολή, ἡ, -ῆς 信函、書信 letter, epistle (επιστολη-, 24)
καταλείπω 離開、撇下、留下 I leave (behind), forsake (κατα + λειπ-, 24), καταλείψω, κατέλειψα or κατέλιπον, -, καταλέλειμαι, κατελείφθην
κεῖμαι 躺臥、放置、設立 I lie, recline; am laid, appointed (κει-, 24), κείσομαι, -, -, -, -, (ἐκείμην)
νέος, -α, -ον 新、年輕 new, young (νεο/α-, 24)
νοῦς, ὁ, νοός 心思、悟性 mind, intellect (νοϝ-, 24, noetic = 理智的)
οὗ (副詞)哪裡 where (24) (參看 易混淆的詞形)
παῖς, ὀ and ἡ, παιδός 小孩 child; 僕人 servant (παιδ-, 24, pediatrics = 小兒科)
πάρειμι 在場、來到 I am present, I have come (παρα + εσ, 24), παρέσομαι, -, -, -, -, (παρήμην)
παρουσία, ἡ, -ας 臨到 presence, coming (παρουσια-, 24, Parousia = 基督再臨)
πίμπλημι 充滿、應驗 I fill, complete, fulfill (πλε-, 24), -, ἔπλησα, -, πέπλησμαι, ἐπλήσθην
προσέχω 注意、留心 I pay attention to, beware (προσ + σεχ-, 24), -, προσέσχον, προσέσχηκα, -, -, (προσεῖχον)
σωτήρ, ὁ, -ῆρος 救主 savior (σωτηρ-, 24)

出現23次 (19x)
ἀμπελών, ὁ, -ῶνος 葡萄園 vineyard (αμπελων-, 23)
ἀνάγω 主動:帶上、獻上 I lead up, offer up;關身:開船 I put to sea, set sail (αν + αγ-, 23), ἀνάξω, ἀνήγαγον, -, -, ἀνήχθην
ἄπιστος, -ον 不信的、不可信的 unbelieving, unbelievable (α + πιστο-, 23)
διότι (連接詞)因為 because (δια + οτι-, 23)
εἰκών, ἡ, -όνος 像、形像 image (εικον-, 23, icon = 聖像)
ἐλεύθερος, -α, -ον 自由的 free (ελευθερο/α-, 23)
ζῷον, τό, -ου 活物、牲畜 living creature, animal (ζωο-, 23, zoology = 動物學)
θυσιαστήριον, τό, -ου 祭壇、壇 altar (θυσιαστηριο-, 23)
κατηγορέω 控告 I accuse (κατηγορε-, 23, categorical = 斷言的), κατηγορήσω, κατηγόρησα, -, -, -, (κατηγόρουν)
κοπιάω 勞苦、困倦 I toil, am weary (κοπια-, 23), -, ἐκοπίασα, κεκοπίακα, -, -
κωλύω 禁止、攔阻 I forbid, hinder (κωλυ-, 23), -, ἐκώλυσα, -, -, ἐκωλύθην, (ἐκώλυον)
μιμνῄσκομαι 想起、記念 I remember, remind (μνη-, 23), μνήσω, ἔμνησα, μέμνηκα, μέμνημαι, ἐμνήσθην
πεινάω 飢餓 I hunger (πεινα-, 23), πεινάσω, ἐπείνασα, -, -, -
πέραν (副詞)另一邊 on the other side;(介繫詞)gen: beyond, across 渡過 (23)
περιβάλλω 穿、披 I put around, clothe (περι + βαλ-, 23), περιβαλῶ, περιέβαλον, -, περιβέβλημαι, -
σκεῦος, τό, -ους 器皿、東西 vessel, object; pl: goods (σκευεσ-, 23)
τελειόω 完成、完全 I complete, make perfect (τελειο-, 23), -, ἐτελείωσα, τετελείωκα, τετελείωμαι, ἐτελειώθην
χαρίζομαι ①白白賜給 I bestow, grant; ②赦免 I forgive (χαριδ-, 23), χαρίσομαι, ἐχαρισάμην, -, κεχάρισμαι, ἐχαρίσθην
χιλιάς, ἡ, -άδος 千 thousand (χιλιαδ-, 23, chiliasm = millenarianism 千禧年說)

出現22次 (18x)
ἀγνοέω 不知道 I do not know, am ignorant (αγνοε-, 22, agnostic = 不可知論者), -, ἠγνόησα, -, -, -, (ἠγνόουν)
ἀντί (介繫詞)gen: for, instead of 代替 (22, antiChrist = 敵基督)
γρηγορέω 儆醒 I keep watch, am awake (γρηγορε-, 22, Gregory), -, ἐγρηγόρησα, -, -, -
δέομαι 求、祈求 I beg, beseech, pray (δε-, 22), -, -, -, -, ἐδεήθην, (ἐδοῦμην)
δοκιμάζω 試驗、驗中 I test, examine, approve (δοκιματ-, 22), δοκιμάσω, ἐδοκίμασα, -, δεδοκίμασμαι, ἐδοκιμάσθην
ἐκλέγομαι 揀選 I pick out, choose (εκ + λεγ-, 22, lit. to speak out), -, ἐξελεξάμην, -, ἐκλέλεγμαι, -, (ἐξελεγόμην)
ἐκλεκτός, -ή, -όν 蒙揀選的 chosen, elect (εκλεκτο/η-, 22, eclectic = [自不同材料加以]選擇,折衷)
θεάομαι 看見、觀看 I behold, look on (θεα-, 22, theater = 戲院), -, ἐθεασάμην, -, τεθέαμαι, ἐθεάθην
καθεύδω 睡覺 I sleep (καθευδ-, 22), -, -, -, -, -, (ἐκάθευδον)
κατεργάζομαι 作成、產生 I work out, produce, do (κατ + εργατ-, 22), -, κατειργασάμην, -, κατείργασμαι, κατειργάσθην
κοιλία, ἡ, -ας 肚腹 belly, womb (κοιλια-, 22, coeliac = 腹腔的)
μετάνοια, ἡ, -ας 悔改、懊悔 repentance (μετανοια-, 22)
μηκέτι (副詞)不再 no longer (22)
πληγή, ἡ, -ῆς ①災 plague; ②擊打 blow, stripe; 傷口 wound (πληγη-, 22)
πλοῦτος, ὁ, -ου 財富、豐富 wealth, riches (πλουτο-, 22, plutocrat = 富豪)
πωλέω 賣 I sell (πωλε-, 22, monopoly = 壟斷), -, ἐπώλησα, -, -, -, (ἐπώλουν)
συνέδριον, τό, -ου 公會 council, sanhedrin (συνεδριο-, 22)
τεσσεράκοντα 四十 forty (22) [Indeclinable] (參看數字表)

出現21次 (17x)
αὐξάνω 生長、興旺 I cause to grow, increase (αυξα-, 21, auxiliary = 輔助的), αὐξήσω, ηὔξησα, -, -, ηὐξήθην, (ηὔξανον)
βασιλεύω 作王 I reign (βασιλευ-, 21), βασιλεύσω, ἐβασίλευσα, -, -, -
διδασκαλία, ἡ, -ας 教訓、道理 teaching, doctrine (διδασκαλια-, 21)
ἐνεργέω 發動、運行 I am at work, effective (εν + εργε-, 21, energy = 能量), -, ἐνήργησα, -, -, -, (ἐνήργουν)
εὐδοκέω 喜悅、以⋯為可喜的 I am well pleased, think it good (ευδοκε-, 21), -, εὐδόκησα or ηὐδόκησα, -, -, -
ἐφίστημι 站⋯旁、臨到、前來 I stand near, come upon, approach (επ + στα-, 21), -, ἐπέστην, ἐφέστηκα, -, ἐπεστάθην
θερίζω 收成 I reap (θεριτ-, 21), θερίσω or θεριῶ, ἐθέρισα, -, -, ἐθερίσθην
καθίστημι ①設立、指派 I set, appoint; ②成為 constitute (κατα + στα-, 21), καταστήσω, κατέστησα, -, καθέσταμαι, κατεστάθην
λατρεύω 事奉、禮拜 I serve, worship (λατρευ-, 21, Mariolatry = 聖母崇拜 worship of Mary), λατρεύσω, ἐλάτρευσα, -, -, -
μνημονεύω 記念、回想 I remember (μνημονευ-, 21, mnemonic = 助記的), -, ἐμνημόνευσα, -, -, -, (ἐμνημόνευον)
πειρασμός, ὁ, -οῦ 試探、試煉 temptation, trial (πειρασμο-, 21)
στρέφω 轉、回 I turn, return, change (στρεφ-, 21, strophe = 詩節), στρέψω, ἔστρεψα, -, ἔστραμμαι, ἐστράφην
τελώνης, ὁ, -ου 稅吏 tax collector (τελωνη-, 21)
τιμάω 尊重 I honor (τιμα-, 21, Timothy = honoring God), τιμήσω, ἐτίμησα, -, τετίμημαι, -
ὑπακούω 聽從 I obey (υπ + ακου-, 21), ὑπακούσω, ὑπήκουσα, -, -, -, (ὑπήκουον)
χιλίαρχος, ὁ, -ου 千夫長、將軍 military tribune, captain (χιλιαρχο-, 21, chiliarch)
ὡσεί (質詞)①如同 as, like, ②大約 about (21, ὡς + εἰ)

出現20次 (19x)
αἰτία, ἡ, -ας 緣故、罪名 cause, accusation (αιτια-, 20, etiology = 原因論、病源學)
ἀκροβυστία, ἡ, -ας 沒受割禮 uncircumcision (ακροβυστια-, 20)
ἀργύριον, τό, -ου 銀、錢 silver, money (αργυριο-, 20)
γένος, τό, -ους 族類、後裔、類別 race, offspring, kind (γενεσ-, 20, akin to genus 種)
γονεύς, ὁ, -έως 父母 parent (γονεϝ-, 20)
ἑκατοντάρχης, ὁ, -ου 百夫長 centurion (εκατονταρχ(η)-, 20, 亦拼為 ἑκατόνταρχος)
ἐπίγνωσις, ἡ, -εως (真)知識 (full) knowledge (επι + γνωσι-, 20)
ἡγεμών, ὁ, -όνος 巡撫、臣宰 governor, leader (ηγεμον-, 20, hegemony = 霸權)
ἰχθύς, ὁ, -ύος 魚 fish (ιχθυ-, 20, ichthyology = 魚類學)
νηστεύω 禁食 I fast (νηστευ-, 20), νηστεύσω, ἐνήστευσα, -, -, -
νυνί (副詞)現在、如今 now (20)
ξύλον, τό, -ου 木、樹、棒 wood, tree, wooden club (ξυλο-, 20, xylophone = 木琴)
προάγω ①帶、領 I lead forth; ②先⋯行 I go before (προ + αγ-, 20), προάξω, προήγαγον, -, -, -, (προῆγον)
σκηνή, ἡ, -ῆς 帳幕、會幕 tent, Tabernacle (σκηνη-, 20, scene = 場景 a setting in a play)
σοφός, -ή, -όν 聰明、智慧的 wise (σοφο/η-, 20, sophomore = [大學]二年級生 lit. a wise fool [μωρός])
τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτο 這麼多、大 so great, so much (τοσ + ουτο/η-, 20)
τρέχω 奔跑 I run (τρεχ/δραμ-, 20), δραμοῦμαι, ἔδραμον, -, -, -, (ἔτρεχον)
ὑπηρέτης, ὁ, -ου 差役、幫手 attendant, assistant (υπηρετη-, 20, lit. under-rower [船艙下的]划槳者)
ὑψόω 舉起、升高 I lift up, exalt (υψο-, 20), ὑψώσω, ὕψωσα, -, -, ὑψώθην

出現19次 (23x)
ἀπέχω ①得到 I receive (in full); ②遠離 I am distant; ③關身:禁戒 I abstain, avoid (απ + σεχ-, 19), -, -, -, -, -, (ἀπεῖχον)
βάπτισμα, τό, -ατος 洗禮 baptism (βαπτισματ-, 19)
γεωργός, ὁ, -οῦ 農夫、栽培者 farmer (γεωργο-, 19, George)
διακρίνω 分辨、區分 I discern, distinguish;關身:疑惑、爭辯 I doubt, take issue (δια + κριν-, 19), -, διέκρινα, -, -, διεκρίθην, (διέκρινον)
δῶρον, τό, -ου 禮物、奉獻 gift, offering (δωρο-, 19, Theodore, Dorothy = gift of God)
ἐπαίρω 舉起 I lift up (επ + αρ-, 19), -, ἐπῆρα, ἐπῆρκα, -, ἐπήρθην
ἐπάνω (介繫詞)gen: above, over 在⋯上 (19, ἐπι + άνω)
ἐπιλαμβάνομαι 抓住 I take hold of, help (επι + λαβ-, 19), ἐπιλήψομαι, ἐπελαβόμην, -, -, -
ἐπουράνιος, -ον 天上的、屬天的 heavenly (επ + ουρανιο-, 19)
κοινωνία, ἡ, -ας 團契、分享、捐助 fellowship, sharing (κοινωνια-, 19)
κρείττων, -ον 更好的 better (κρειττον-, 19, 亦拼作 κρείσσων)
κριτής, ὁ, -οῦ 審判官 a judge (κριτη-, 19, critic = 評論家)
κρύπτω 隱藏 I conceal, hide (κρυπ-, 19, cryptic = 隱祕的), κρύψω, ἔκρυψα, -, κέκρυμμαι, ἐκρύβην
κτίσις, ἡ, -εως 創造、受造(之物) creation, creature (κτισι-, 19)
μαρτύριον, τό, -ου 見證、證據 testimony, witness, proof (μαρτυριο-, 19, martyrdom = 殉道)
μεριμνάω 憂慮、掛念 I am anxious, care (μεριμνα-, 19), μεριμνήσω, ἐμερίμνησα, -, -, -
μήν, ὁ, μηνός ①月 month (μην-, 19, menology = 月歷 a Greek Church calendar); ②(質詞)的確 indeed, surely
παλαιός, -ά, -όν 老、舊 old, ancient (παλαιο/α-, 19, paleology = 古物學)
παράπτωμα, τό, -ατος 過犯 trespass, transgression (παρα + πτωματ-, 19)
παρατίθημι 擺設 I set before;關身:交託 I entrust (παρα + θε-, 19), παραθήσω, παρέθηκα, -, -, παρετέθην
πότε (副詞)幾時 when? (19) (參看 易混淆的詞形)
προφητεία, ἡ, -ας 預言 prophecy (προφητεια-, 19)
τέλειος, -α, -ον 完全、成熟 complete, perfect, mature (τελειο/α-, 19)

出現18次 (28x)
ἀληθῶς 真實地 truly, really (18)
ἀποκάλυψις, ἡ, -εως 啟示、顯現 revelation (απο + καλυψι-, 18, apocalypse = 啟示)
ἀπώλεια, ἡ, -ας 滅亡、沉淪、枉費 destruction, waste (απωλεια-, 18)
ἀριθμός, ὁ, -οῦ 數目 number (αριθμο-, 18, arithmetics = 算術)
βλασφημία, ἡ, -ας 褻瀆、毀謗 blaspheme, slander (βλασφημια-, 18)
δέησις, ἡ, -εως 祈求、懇求 entreaty, request, petition (δεησι-, 18)
δεσμός, ὁ, -οῦ 鎖鍊、捆鎖 fetter, chain, bond (δεσμο-, 18)
εἰσπορεύομαι 進入 I enter, go in (εισ + πορευ-, 18), -, -, -, -, -, (εἰσεπορευόμην)
ἐπιβάλλω 放上、下手捉拿 I lay upon (επι + βαλ-, 18), ἐπιβαλῶ, ἐπέβαλον, -, -, -, (ἐπέβαλλον)
ἐπιτρέπω 准許 I allow, permit (επι + τρεπ-, 18), -, ἐπέτρεψα, -, -, ἐπετράπην
θυμός, ὁ, -οῦ 怒氣 wrath, fury, rage (θυμο-, 18)
καταγγέλλω 傳講 I proclaim, announce (κατα + αγγελ-, 18), -, κατήγγειλα, κατήγγελκα, -, κατηγγέλην, (κατήγγελλον)
κατακρίνω 定罪 I condemn (κατα + κριν-, 18), κατακρινῶ, κατέκρινα, -, κατακέκριμαι, κατεκρίθην
κενός, -ή, -όν 空的、徒然的 empty, vain (κενο/η-, 18, Kenosis = 虛己論)
κληρονομέω 承受 I inherit (κληρονομε-, 18), κληρονομήσω, ἐκληρονόμησα, κεκληρονόμηκα, -, -
κοιμάομαι 睡覺 I sleep (κοιμα-, 18, cemetery = 墓地 lit. sleeping chamber), -, -, -, κεκοίμημαι, ἐκοιμήθην
κόπος, ὁ, -ου 勞苦、麻煩 labor, trouble (κοπο-, 18)
μήτι (疑問質詞)豈 not? (18) (常常不翻譯,預期答案為「不」[No])
οἰκοδομή, ἡ, -ῆς 建築、造就 building, edification (οικοδομη-, 18)
παραχρῆμα (副詞)立刻 immediately (18)
ποιμήν, ὁ, -ένος 牧人、牧師 shepherd, pastor (ποιμεν-, 18) (參看詞形變化表)
πόλεμος, ὁ, -ου 打仗、爭戰 war, battle, fight (πολευμο-, 18, polemics = 辯論)
πολλάκις (副詞)屢次、多次 often, many times (18)
προστίθημι 添加、又 I add, increase (προσ + θε-, 18), προσθήσω, προσέθηκα, -, -, προσετέθην, (προσετίθουν)
πυλών, ὁ, -ῶνος 門、門口 gate, entrance (πυλων-, 18, pylon = 塔門,標塔)
τίκτω 生產 I give birth to (τεκ-, 18), τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, -, ἐτέχθην, (ἔτικτον)
φανερός, -ά, -όν 明顯的 visible, plain, known (φανερο/α-, 18, theophany = 神的顯現)
χρυσοῦς, -ῆ, -οῦν 金的 golden (χρυσου/η-, 18, chrysanthemum = lit. golden flower 菊花)

出現17次 (30x)
ἀνάγκη, ἡ, -ης ①必須、勉強 necessity; ②艱難 calamity, hardship (αναγκη-, 17)
ἀρέσκω 討⋯喜悅 I please (αρε-, 17), ἀρέσω, ἤρεσα, -, -, -, (ἤρεσκον)
ἄφεσις, ἡ, -εως 赦免、豁免、釋放 forgiveness, remission, release (αφεσι-, 17)
βρῶμα, τό, -ατος 食物 food (βρωματ-, 17)
ἑκατόν 百 hundred (17) [Indeclinable] (參看數字表)
ἐλέγχω 責備、指證 I reprove, convict (ελεγχ-, 17, elenchus = 辯駁), ἐλέγξω, ἤλεγξα, -, -, ἠλέγχθην
ἐξίστημι 驚奇、癲狂 I amaze, am amazed, out of mind (εκ + στα-, 17), ἐκστήσω, ἐξέστησα or ἐξέστην, ἐξέστακα, -, -, (ἐξιστάμην)
ἐπαύριον (副詞)次日 the next day, tomorrow (17)
ἕτοιμος, -η, -ον 預備好的 ready, prepared (ετοιμο/η-, 17)
θησαυρός, ὁ, οῦ 財寶、寶庫 treasure, treasury (θησαυρο-, 17, thesaurus = 同義詞庫)
ἵππος, ὁ, -ου 馬 horse (ιππο-, 17, hippopotamus = 河馬 lit. a river-horse)
καταλύω ①拆毀、廢掉 I destroy, abolish; ②住宿 I lodge (κατα + λυ-, 17, catalyze = 催化), καταλύσω, κατέλυσα, -, -, κατελύθην
κατέχω ①持守、擁有 I hold fast; ②攔阻、留下 hold back (κατ + σεχ-, 17), -, κατέσχον, -, -, -, (κατεῖχον)
κερδαίνω 得到、賺得 I gain (κερδα-, 17), κερδήσω, ἐκέρδησα or ἐκέρδανα, -, -, ἐκερδήθην
κρυπτός, -ή, -όν 隱密的、暗暗的 hidden, secret (κρυπτο/η-, 17, cryptic = 隱祕的)
μέχρι (連接詞)until 直到; (介繫詞)gen: till, to the point of 到⋯地步 (17) (亦拼為 μέχρις)
νίπτω 洗 I wash (νιπ-, 17), -, ἔνιψα, -, -, -
περιτέμνω 行割禮 I circumcise (περι + τεμ-, 17), περιτεμῶ, περιέτεμον, περιτέτμηκα, περιτέτμημαι, περιετμήθην
πλήρης, -ες 充滿的 full (πληρεσ-, 17)
πλήρωμα, τό, -ατος 滿、豐盛 fulness (πληρωματ-, 17)
πλησίον, ὁ ①(名詞)neighbor 鄰舍 [Indeclinable]; ②(介繫詞)gen: near 靠近 (17)
ποταμός, ὁ, -οῦ 河、急流 river, stream, torrent (ποταμο-, 17, hippopotamus = 河馬 lit. a river-horse)
ῥίζα, ἡ, -ης 根 root (ριζα-, 17, rhizome = 根莖)
ῥύομαι 搭救 I rescue, deliver (ρυ-, 17), ῥύσομαι, ἐρ(ρ)υσάμην, -, -, ἐρ(ρ)ύσθην
ταράσσω 攪擾 I disturb, trouble (ταραχ-, 17), ταράξω, ἐτάραξα, -, τετάραγμαι, ἐταράχθην, (ἐτάρασσον)
ὑποκριτής, ὁ, -οῦ 假冒為善的人 hypocrite (υπο + κριτη-, 17)
ὑπομένω ①忍耐 I endure; ②逗留 I tarry (υπο + μεν-, 17), ὑπομενῶ, ὑπέμεινα, ὑπομεμένηκα, -, -, (ὑπέμενον)
χάρισμα, τό, -ατος 恩賜 gift (χαρισματ-, 17, charisma = 魅力)
(感嘆詞)唉 O! Oh! (17) (參看 易混淆的詞形)
ὡσαύτως (副詞)照樣 likewise (17)

出現16次 (39x)
ἀθετέω 棄絕、廢棄 I reject, annul (αθετε-, 16), ἀθετήσω, ἠθετήσα, -, -, -
ἀνακρίνω 考查、評斷 I examine (ανα + κριν-, 16), -, ἀνέκρινα, -, -, ἀνεκρίθην
γάμος, ὁ, -ου 婚姻、婚禮 marriage, wedding (γαμο-, 16, monogamy = 一夫一妻制)
δεῖπνον, τό, -ου 晚餐、筵席 supper, meal, banquet (δειπνο-, 16)
δέσμιος, ὁ, -ου 囚犯 prisoner (δεσμιο-, 16)
δηνάριον, τό, -ου 得拿利 denarius (δηναριο-, 16)
διαλογίζομαι 思想、議論 I ponder, reason, discuss (δια + λογιδ-, 16), -, -, -, -, -, (διελογιζόμην)
διατάσσω 吩咐、安排 I command, arrange (δια + ταγ-, 16), διατάξομαι, διέταξα, διατέταχα, διατέταγμαι, διετάχθην or διετάγην
διψάω 口渴 I thirst (διψα-, 16, dipsomania = 酗酒狂), διψήσω, ἐδιψήσα, -, -, -
ἐκτείνω 伸(手) I stretch forth (εκ + τειν-, 16), ἐκτενῶ, ἐξέτεινα, ἐκτέτακα, ἐκτέταμαι, ἐξετάθην, (ἐξέτεινον)
ἐκχέω 倒出、流(血) I pour out, shed (εκ + χε-, 16), ἐκχεῶ, ἐξέχεα, ἐκκέχυκα, ἐκκέχυμαι, ἐξεχύθην, (ἐξεχέον)
ἐμβαίνω 上(船) I embark, step in (a boat) (εν + βα-, 16), -, ἐνέβην, -, -, -
ἔπειτα (副詞)然後、以後 then, afterwards (16)
ἐπιθυμέω 渴望、貪戀 I desire, lust, covet (επι + θυμε-, 16), ἐπιθυμήσω, ἐπεθύμησα, -, -, -, (ἐπεθύμουν)
ἐπιμένω 停留 I continue, remain (επι + μεν-, 16), ἐπιμενῶ, ἐπέμεινα, -, -, -, (ἐπέμενον)
ἐργάτης, ὁ, -ου 工人 worker (εργατη-, 16)
εὐλογία, ἡ, -ας 福、頌讚 blessing, praise (ευλογια-, 16)
ζῆλος, ὁ, -ου 熱心、嫉妒 zeal, jealousy (ζηλο-, 16)
κακῶς (副詞)極為、錯誤地 badly, wrongly (16)
κατέρχομαι 下來、下去 I come/go down (κατ + ερχ/ελευθ-, 16), -, κατῆλθον, -, -, -
κλείω 關閉 I shut, close (κλει-, 16), κλείσω, ἔκλεισα, -, κέκλεισμαι, ἐκλείσθην
κλέπτης, ὁ, -ου 賊、小偷 thief (κλεπτη-, 16, kleptomania 偷竊癖)
λύπη, ἡ, -ης 憂愁 grief, pain, anguish (λυπη-, 16)
νυμφίος, ὁ, -ου 新郎 bridegroom (νυμφιο-, 16, nuptial = 婚姻的)
οὐδέποτε (副詞)從未、永不 never (16)
πάθημα, τό, -ατος ①苦難 suffering; ②情慾 passion (παθηματ-, 16, pathology 病理學)
παρέχω 提供 I provide, grant (παρ + σεχ-, 16), -, παρέσχον, -, -, -, (παρεῖχον)
περισσότερος, -α, -ον 更多 more (16) (這是περισσός的比較級)
προσδοκάω 等候、指望 I wait for, expect (προσ + δοκα-, 16), προσδοκήσω, προσεδόκησα, -, -, -, (προσεδόκων)
σκοτία, ἡ, -ας 黑暗 darkness (σκοτια-, 16)
συκῆ, ἡ, -ῆς 無花果樹 fig tree (συκη-, 16, sycophant = 阿諛者 lit. a fig-shower)
συλλαμβάνω 拿住、懷孕、幫助 I seize, conceive, help (συν + λαβ-, 16), συλλήμψομαι, συνέλαβον, συνείληφα, -, συνελήμφθην
συνίστημι ①舉薦、稱許、顯明 I commend, recommend, demonstrate; ②同站一起 I stand with (συν + στα-, 16), -, συνέστησα, συνέστηκα, -, συνεστάθην
σφραγίς, ἡ, -ῖδος 印記 seal (σωραγιδ-, 16, sphragistics = 印章學 the science of seals)
τέρας, τό, -ατος 奇事 wonder, marvel (τερατ-, 16)
τολμάω 勇敢 I dare, am bold (τολμα-, 16), τολμήσω, ἐτόλμησα, -, -, -, (ἐτόλμων)
τροφή, ἡ, -ῆς 食物 food, nourishment (τροφη-, 16, atrophy = wasting due to malnutrition 營養不良的萎縮)
ὑστερέω 缺欠、不如 I lack, am inferior (υστερε-, 16), ὑστερήσω, ὑστέρησα, ὑστέρηκα, ὑστέρημαι, ὑστερήθην
χορτάζω 飽足 I feed, satisfy (χορταδ-, 16), -, ἐχόρτασα, -, -, ἐχορτάσθην

出現15次 (42x)
ἀνέχομαι 容忍 I endure, put up with (αν + σεχ-, 15, lit. to hold oneself back), ἀνέξομαι, ἀνεσχόμην, -, -, -
ἀνομία, ἡ, -ας 不法 lawlessness (α + νομια-, 15)
ἀπάγω 帶走、領去 I lead away (απ + αγ-, 15), -, ἀπήγαγον, -, -, ἀπήχθην
γεύομαι 嚐、吃 I taste, eat, experience (γευ-, 15, disgust = to offend the taste of), γεύσομαι, ἐγευσάμην, -, -, -
γνωστός , -ή, -όν 知道的、認識的 known, acquaintance (γνωστο/η-, 15)
γυμνός, -ή, -όν 赤身的 naked, bare, uncovered (γυμνο/η-, 15, gymnasium 健身房)
δέρω 打 I beat, strike, whip (δερ/δαρ-, 15), δερῶ, ἔδειρα, -, δέδαρμαι, ἐδάρην, (ἔδερον)
διαμαρτύρομαι 鄭重見證、囑咐 I solemnly testify, charge, warn (δια + μαρτυρ-, 15), διαμαρτυροῦμαι, διεμαρτυράμην, -, -, -, (διεμαρτυρόμην)
εἶτα (副詞)然後、以後 then, afterwards (15)
ἐλαία, ἡ, -ας 橄欖樹 olive tree (ελαια-, 15)
ἐντέλλομαι 吩咐 I command (εν + τελ-, 15), ἐντελοῦμαι, ἐνετειλάμην, -, ἐντέταλμαι, -
ἐπαγγέλλομαι 應許、自稱 I promise, profess (επ + αγγελ-, 15), -, ἐπηγγειλάμην, -, ἐπήγγελμαι, -
εὐσέβεια, ἡ, -ας 敬虔 piety, godliness (ευσεβεια-, 15, Eusebius 優西比)
εὐχαριστία, ἡ, -ας 感謝 thanksgiving (ευχαριστια-, 15)
θεμέλιος, ὁ, -ου 根基 foundation (θεμελιο-, 15)
θρίξ, ἡ, τριχός 髮、毛 hair, thread (τριχ-, 15) (θρίξ, τριχός, -, τρίχα, τρίχες, τριχῶν, θριξίν, τρίχας)
καταλαμβάνω 拿到、追上 I take hold of, obtain, overtake;關身:領會 apprehend (κατα + λαβ-, 15), -, κατέλαβον, κατείληφα, κατείλημμαι, κατελήμφθην
κληρονόμος, ὁ, -ου 繼承人、後嗣 heir (κληρονομο-, 15)
κτίζω 創造 I create (κτιδ-, 15), -, ἔκτισα, -, ἔκτισμαι, ἐκτίσθην
μοιχεύω 犯姦淫 I commit adultery (μοιχευ-, 15), μοιχεύσω, ἐμοίχευσα, -, -, ἐμοιχεύθην
νήπιος, ὁ, -ου 嬰兒、孩童 infant, child, minor (νηπιο-, 15)
ξηραίνω 枯乾 I dry up, wither (ξηραν-, 15, xerophite = 旱生植物), ξηρανῶ, ἐξήρανα, -, ἐξήραμμαι, ἐξηράνθην
ὅθεν (關係副詞)從那裡、從此 from where, therefore (15, ὅς + θεν)
οἰκουμένη, ἡ, -ης 天下、世界 inhabited earth, world (οικουμενη-, 15, ecumenical 普世基督教會的)
ὁμοιόω 好比、像 I make like, liken (ομοιο-, 15), ὁμοιώσω, ὡμοίωσα, -, ὡμοίωμαι, ὡμοιώθην
παρθένος, ἡ, -ου 童女、童身 virgin, maiden (παρθενο-, 15, parthenogenesis = 單性生殖)
παύω 停止 I stop, cease (παυ-, 15), παύσω, ἔπαυσα, -, πέπαυμαι, ἐπαύθην or ἐπάην, (ἔπαυον)
πέτρα, ἡ, -ας 磐石 rock (πετρα-, 15, petrify = 石化)
ποτίζω 使喝、澆灌 I give drink, water (ποτιδ-, 15, potion = 飲劑), ποτιῶ, ἐπότισα, πεπότικα, πεπότισμαι, ἐποτίσθην, (ἐπότιζον)
προλέγω 事先說、先前說 I say beforehand, foretell (προ + λεγ/ϝερ/ϝιπ-, 15), προερῶ, προεῖπον or προεῖπα, προείρηκα, προείρημαι, -, (προέλεγον)
πως (副詞)或者 somehow, in some way, perhaps (15) (參看 易混淆的詞形)
ῥαββί, ὁ 拉比 rabbi (15) [Indeclinable]
σαλεύω 搖動 I shake, agitate (σαλευ-, 15), σαλεύσω, ἐσάλευσα, -, σεσάλευμαι, ἐσαλεύθην
συμφέρω ①拿到一處 I bring together; ②有益 it is profitable, better (συν + φερ-, 15), -, συνήνεγκα, -, -, -, (συνέφερον)
σκάνδαλον, τό, -ου 絆腳石 stumbling block, offense (σκανδαλο-, 15, scandal = 醜聞)
σφραγίζω 蓋印、封印 I seal (σφραγιδ-, 15), σφραγιῶ, ἐσφράγισα, -, ἐσφράγισμαι, ἐσφραγίσθην
ταχέως quickly (15, tachygraphy = 速記法) (比較級τάχιον,最高級τάχιστα)
τράπεζα, ἡ, -ης 桌子、筵席 table (τραπεζα-, 15, trapeze = 高空鞦韆)
τύπος, ὁ, -ου 痕、樣式、榜樣 mark, pattern, example (τυπο-, 15, type = 樣式/預表)
ὑπακοή, ἡ, -ῆς 順服 obedience (υπακοη-, 15)
χόρτος, ὁ, -ου 草 grass, hay (χορτο-, 15)
ὠφελέω 有益 I benefit, profit (ωφελε-, 15), ὠφελήσω, ὠφέλησα, -, -, ὠφελήθην

出現14次 (48x)
ἄκανθα, ἡ, -ης 荊棘 thorn (ακανθα-, 14)
ἀλλότριος, -α, -ον 別人、外人 another's, strange, foreign (αλλοτριο/α-, 14)
ἀμφότεροι, -αι, -α 兩個 both, all (αμφοτερο/α-, 14, amphibian 兩棲類)
ἀναγγέλλω 告訴、報告 I tell, report, announce (αν + αγγελ-, 14), ἀναγγελῶ, ἀνήγγειλα, ἀνήγγελκα, -, ἀνηγγέλην, (ἀνήγγελλον)
ἀνάκειμαι 坐席 I recline (at meals) (ανα + κει-, 14), -, -, -, -, -, (ἀνεκείμην)
ἀναχωρέω 離開、退去 I depart, withdraw (ανα + χωρε-, 14), -, ἀνεχώρησα, ἀνακεχώρηκα, -, -
ἀνθίστημι 抗拒、抵擋 I resist, oppose (αντι + στα-, 14), -, ἀνέστην, ἀνθέστηκα, -, ἀντεστάθην
ἅπαξ (副詞)一次 once, once for all (14, Hapax legomena [ἅπαξ λεγόμενον] 只出現過一次的詞)
ἀπειθέω 不信、不順服 I disbelieve, disobey (απειθε-, 14), -, ἠπείθησα, -, -, -, (ἠπείθουν)
ἁρπάζω 抓住、奪去 I seize, snatch away (αρπαδ-, 14, harpoon = 魚叉), ἁρπάσω, ἥρπασα, ἥρπακα, -, ἡρπάσθην or ἡρπάσγην
ἀτενίζω 定睛看 I look intently, gaze (ατενιδ-, 14), -, ἠτένισα, -, -, -
αὔριον (副詞)明天 tomorrow (14)
ἀφίστημι 離開、離棄 I depart, apostatize (απο + στα-, 14), ἀποστήσω, ἀπέστησα or ἀπέστην, -, -, -
γράμμα, τό, -ατος 字母、經書、學問 letter (of the alphabet), writing, learning (γραμματ-, 14, grammar = 文法)
διαλογισμός, ὁ, -οῦ 意念、爭論 thought, opinion, discussion (διαλογισμο-, 14, dialogue = 對話)
ἕκτος, -η, -ον 第六 sixth (εκτο/η-, 14) (參看數字表)
ἐλάχιστος, -η, -ον 最小的 least (ελαχιστο/η-, 14) (the superative of μικρός)
ἐνιαυτός, ὁ, -οῦ 年 year (ενιαυτο-, 14)
ἐπίσταμαι 明白、知道 I understand, know (επι + στα-, 14, epistemology 認識論), -, -, -, -, -, (ἠπιστάμην)
εὐφραίνω 歡樂 I rejoice, cheer, be merry (ευφραν-, 14), εὐφρανῶ, εὔφρανα or ηὔφρανα, -, -, εὐφράνθην, (εὔφραινον)
θύω 獻祭、宰殺 I sacrifice, slaughter (θυ-, 14, thyme = 百里香), θύσω, ἔθυσα, τέθυκα, τέθυμαι, ἐτύθην, (ἔθυον)
κατανοέω 觀看、思想 I observe, consider (κατα + νοε-, 14), κατανοήσω, κατενόησα, -, -, -, (κατενόουν)
κατεσθίω 吞吃 I eat up, devour (κατ + εσθι-, 14), καταφάγομαι, κατέφαγον, -, -, -
κλάω 擘餅 I break (bread) (κλα-, 14, iconoclast = 反對聖像崇拜者 a breaker of images), κλάσω, ἔκλασα, -, κέκλασμαι, ἐκλάσθην
κληρονομία, ἡ, -ας 產業、基業 inheritance (κληρονομια-, 14)
κοινός, -ή, -όν 共同的、俗的 common, unclean (ceremonially) (κοινο/η-, 14, Koine Greek 希臘通用語)
κοινόω 變俗、污穢 I make common, defile (κοινο-, 14), -, ἐκοίνωσα, κεκοίνωκα, κεκοίνωμαι, -
κωφός, -ή, -όν 聾、啞 deaf, mute (κωφο/η-, 14)
λύχνος, ὁ, -ου 燈 lamp (λυχνο-, 14)
μακρόθεν (副詞)遠遠地 from afar, afar (14)
μακροθυμία, ἡ, -ας 忍耐 long-suffering, patience (μακροθυμια-, 14)
μερίζω 分給 I divide (μεριδ-, 14), μερίσω or μεριῶ, ἐμέρισα, μεμέρικα, μεμέρισμαι, ἐμερίσθην
μέτρον, τό, -ου ①尺、量器;②尺寸、身量 measure (μετρο-, 14, meter = 測量計)
μύρον, τό, -ου 香膏 ointment (μυρο-, 14, myrrh = 沒藥)
νοέω 明白、思想 I understand, consider (νοε-, 14, noetic = 理智的), νοήσω, ἐνόησα, νενόηκα, -, -
ξένος, -η, -ον 外來的、陌生的 strange, foreign (ξενο/η-, 14, xenophobia = 仇外/懼外症)
οἷος, -α, -ον (相關代名詞)如同、怎樣的 such as, what kind of (οιο/α-, 14)
ὄφις, ὁ, -εως 蛇 serpent, snake (οφι-, 14, ophiolatry = snake worship 拜蛇)
ὀψία, ἡ, -ας 傍晚 evening (οψια-, 14)
πετεινόν, τό, -οῦ 飛鳥 bird (πετεινο-, 14)
προσδέχομαι ①接待 I receive; ②等候 wait for (προσ + δεχ-, 14), προσδέξομαι, προσεδεξάμην, -, -, προσεδέχθην, (προσεδεχόμην)
σεισμός, ὁ, -οῦ 地震 earthquake (σεισμο-, 14, seismograph = 地震儀)
σῖτος, ὁ, -ου 麥子、糧食 wheat, grain (σιτο-, 14, parasite = 寄生蟲 one sitting by another's food)
τάλαντον, τό, -ου 他連得 talent (ταλαντο-, 14)
ταπεινόω 降卑 I humble (ταπεινο-, 14), ταπεινώσω, ἐταπείνωσα, -, τεταπείνωμαι, ἐταπεινώθην
φρόνιμος, -η, -ον 聰明的 wise, prudent (φρονιμο-, 14)
φύσις, ἡ, -εως 本性、天生 nature (φυσι-, 14, physics = 物理)
χωλός, -ή, -όν 瘸腿的 lame, crippled (χωλο/η-, 14)

出現13次 (35x)
ἀνά (介繫詞)acc: ①up, up to; ②each, apiece 各 (13)
ἀναλαμβάνω 拿起、接走 I take up, receive up (ανα + λαβ-, 13), ἀναλήψομαι, ἀνέλαβον, ἀνείληφα, -, ἀνελήμφθην
ἀναστροφή, ἡ, -ῆς 行為、品行 conduct, lifestyle (αναστροφη-, 13)
ἄνωθεν (副詞)①從上、從頭 from above, from the beginning; ②重新 again, anew (13)
δαιμονίζομαι 鬼附 I am demon possessed (δαιμονιδ-, 13), -, -, -, -, ἐδαιμονίσθην
διαλέγομαι 講論、爭辯 I discourse, dispute (δια + λεγ-, 13), -, διελεξάμην, -, -, διελέχθην, (διελεγόμην)
διαφέρω ①帶著 I carry; ②分別、勝於 I differ, am superior (δια + φερ/οι/ενεχ-, 13), διοίσω, διήνεγκα, -, -, -, (διέφερον)
δράκων, ὁ, -οντος 龍 dragon (δρακοντ-, 13)
ἐκπλήσσω 希奇 I am astonished, amazed (εκ + πλαγ-, 13), -, ἐξέπληξα, -, -, ἐξεπλάγην, (ἐξέπλησσον)
ἐλεημοσύνη, ἡ, -ης 施捨(物)、賙濟 alms (ελεημοσυνη-, 13, eleemosynary = 慈善的)
ἐμπαίζω ①戲弄 I mock; ②愚弄 I trick (εν + παιγ-, 13), ἐμπαίξω, ἐνέπαιξα, ἐμπέπαιχα, -, ἐνεπαίχθην, (ἐνέπαιζον)
ἕξ 六 six (13, hexagon = 六角形) [Indeclinable] (參看數字表)
ἐξαποστέλλω 差遣、打發 I send forth, send away (εξ + απο + στελ-, 13), ἐξαποστελῶ, ἐξαπέστειλα, ἐξαπέσταλκα, -, ἐξαπεστάλην
ἔξωθεν (副詞)從外面 from outside;(介繫詞)gen: outside of 在⋯外 (13)
ἐπιζητέω 尋找、尋求 I search, seek for (επι + ζητε-, 13), ἐπιζητήσω, ἐπεζήτησα, -, -, ἐπεζητήθην, (ἐπεζήτουν)
ζύμη, ἡ, -ης 麵酵 leaven, yeast (ζυμη-, 13, enzyme = 酵素)
θερισμός, ὁ, -οῦ 莊稼、收成 harvest (θερισμο-, 13)
καθάπερ (連接詞)如同 as, just as (13)
καπνός, ὁ, -οῦ 煙 smoke (καπνο-, 13)
καταισχύνω 羞愧 I put to shame (κατα + αισχυν-, 13), -, -, -, κατῄσχυμμαι, κατῃσχύνθην, (κατῄσχυνον)
καταντάω 到達 I come to, arrive (κατα + ντα-, 13), καταντήσω, κατήντησα, κατήντηκα, -, -
καταρτίζω ①復原、修補 I restore, mend; ②預備、成全 prepare (κατα + ερτιδ-, 13), καταρτίσω, κατήρτισα, -, κατήρτισμαι, κατηρτίσθην
κλέπτω 偷竊 I steal (κλεπ-, 13, kleptomania 偷竊癖), κλέψω, ἔκλεψα, -, κέκλεμμαι, ἐκλάπην
παιδεύω ①教育 I instruct, train; ②管教、責罰 discipline, chastise (παιδευ-, 13), παιδεύσω, ἐπαίδευσα, -, πεπαίδυμαι, ἐπαιδεύθην, (ἐπαίδευον)
παιδίσκη, ἡ, -ης 使女 maid servant (παιδισκη-, 13)
παράδοσις, ἡ, -εως 遺傳、傳統 tradition (παραδοσι-, 13)
πρίν (連接詞)在⋯之前 before (13)
στηρίζω 堅固 I establish, strengthen (στηριγ-, 13), στηρίξω or στηριῶ, ἐστήριξα or ἐστήρισα, -, ἐστήριγμαι, ἐστηρίχθην
συνεργός, ὁ, -οῦ 同工 fellow-worker (συνεργο-, 13, synergism 神人協力合作說)
ταχύς, -εῖα, -ύ 快 quick, swift (ταχυ/ταχεια-, 13, tachygraphy = 速記法)
τίμιος, -α, -ον 寶貴的、敬重的 precious, honorable (τιμιο/α-, 13)
τρόπος, ὁ, -ου 方式 manner, way (τροπο-, 13, trope = 借喻)
τύπτω ①打 I strike, beat; ②傷害 I wound (τυπ-, 13, tympanum = 耳膜), -, ἔτυψα, -, -, -, (ἔτυπτον)
ὕψιστος, -η, -ον 至高的 highest, Most High (υψιστο/η-, 13)
χωρίζω 主動:分開 I separate;被動:離開 depart (χωριδ-, 13), χωρίσω, ἐχώρισα, -, κεχώρισμαι, ἐχωρίσθην

出現12次 (62x)
ἄδικος, -ον 不義的 unjust, unrighteous (α + δικο-, 12)
ἀλέκτωρ, ὁ, -ορος 公雞 rooster, cock (αλεκτορ-, 12)
ἀναπαύω 主動:暢快 I refresh;關身:安歇 I rest (ανα + παυ-, 12), ἀναπαύσω, ἀνέπαυσα, -, ἀναπέπαυμαι, ἀνεπάην or ἀνεπαύθην
ἀναπίπτω 坐席、斜倚 I recline, fall back (ανα + πετ-, 12), ἀναπεσοῦμαι, ἀνέπεσον or ἀνέπεσα, -, -, -
ἀσκός, ὁ, -οῦ 皮袋 wineskin, leather bottle (ασκο-, 12)
αὐλή, ἡ, -ῆς 院子、羊圈 courtyard, court, sheepfold (αυλη-, 12)
βαπτιστής, ὁ, -οῦ 施洗者 baptist (βαπτιστη-, 12)
βασανίζω 使痛苦、折磨 I torment (βασανιδ-, 12), βασανίσω or βασανιῶ, ἐβασάνισα, -, -, ἐβασανίσθην, (ἐβασάνιζον)
βῆμα, τό, -ατος ①審判座 judgment seat; ②步伐 step (βηματ-, 12, bema = 教堂中之高座)
βοάω 喊叫 I shout, cry out (βοα-, 12), βοήσω, ἐβόησα, -, -, -, (ἐβόων)
βουλή, ἡ, -ῆς 旨意、計謀 purpose, counsel, decision (βουλη-, 12)
βροντή, ἡ, -ῆς 雷 thunder (βροντη-, 12, brontosaurus = lit. thunder-lizard 雷龍)
γέεννα, ἡ, -ης 地獄 hell, Gehenna (γεεννα-, 12)
γόνυ, τό, -ατος 膝 knee (γονϝ/γονατ-, 12)
δεῦτε (感嘆詞)來吧 come! (12) (當 δεῦρο 的複數使用)
διάνοια, ἡ, -ας 意念 mind, intellect, understanding (διανοια-, 12)
δίκτυον, τό, -ου 網 net, fishnet (δικτυο-, 12)
ἔθος, τό, -ους 規矩、條例 custom, habit (εθεσ-, 12, ethics = 倫理學)
ἐμβλέπω 注視 I gaze attentively (εν + βλεπ-, 12), ἐμβλέψω, ἐνέβλεψα, -, -, -, (ἐνέβλεπον)
ἐξάγω 領出、帶出 I lead out, bring out (εξ + αγ-, 12), ἐξάξω, ἐξήγαγον, -, -, ἐξήχθην
ἔσωθεν (副詞)從裡面 from within, inside, inwardly (12)
καίω 主動:使燃 I light, kindle;關身:燒著 I burn (καϝ-, 12, caustic = 腐蝕性的), καύσω, ἔκαυσα, -, κέκαυμαι, ἐκαύθην
κάλαμος, ὁ, -ου 蘆葦、葦子 reed, staff, measuring rod, reed-pen (καλαμο-, 12, calamus = 蘆笛)
κατακαίω 燒盡 I burn up (κατα + καϝ-, 12), κατακαύσω, κατέκαυσα, -, -, κατεκάην or κατεκαύθην, (κατέκαιον)
κατάκειμαι ①躺臥 I lie down;②坐席 I recline (at meals) (κατα + κει-, 12), κατακείσομαι, -, -, -, -, (κατεκείμην)
κολλάω 連合、貼近 I join, cling to (κολλα-, 12, colloid = 膠質), -, ἐκόλλησα, κεκόλληκα, κεκόλλημαι, ἐκολλήθην
κράτος, τό, -ους 大能、權能 power, might, dominion (κρατεσ-, 12, democracy = 民主政治 rule by people)
λίαν (副詞)非常、極其 very, exceedingly (12)
λιμός, ὁ and ἡ, -οῦ 飢餓、饑荒 hunger, famine (λιμο-, 12, limosis = 極度飢餓 excessive hunger)
λυχνία, ἡ, -ας 燈臺 lampstand (λυχνια-, 12)
μάλιστα (副詞)特別、更是 especially, most of all (12)
μεταβαίνω 離開、移動 I depart, move on (μετα + βα-, 12), μεταβήσομαι, μετέβην, μεταβέβηκα, -, -
μωρός, -ά, -όν 愚拙、無知的 foolish (μωρο/η-, 12, sophomore = [大學]二年級生 lit. a wise fool)
ὀδούς, ὁ, -όντος 牙齒 tooth (οδοντ-, 12, odontology 牙科學)
οἰκοδεσπότης, ὁ, -ου 家主 householder (οικο + δεσποτη-, 12)
ὅραμα, τό, -ατος 異象 vision, sight (οραματ-, 12, panorama = a complete view 全景)
ὅριον, τό, -ου 邊界、境界 border, territory (οριο-, 12)
παραιτέομαι ①請求 I ask, request; ②推辭 make excuse, refuse, reject (παρα + αιτε-, 12), -, παρῃτησάμην, -, παρῃτημαι, -, (παρῃτούμην)
περισσοτέρως (副詞)更多 more, especially, extremely (12)
πιάζω 抓握、捉拿 I grasp, seize, catch (πιαδ-, 12), -, ἐπίασα, -, -, ἐπιάσθην
πληθύνω 增多 I multiplly (πληθυν-, 12), πληθυνῶ, ἐπλήθυνα, -, -, ἐπληθύνθην, (ἐπλήθυνον)
πλουτέω 富足 I am rich (πλουτε-, 12), πλουτήσω, ἐπλούτησα, πεπλούτηκα, -, -
πόρνη, ἡ, -ης 娼妓、淫婦 prostitute, harlot (πορνη-, 12, pornography = 色情[書畫])
πρόθεσις, ἡ, -εως ①陳設 setting forth, presentation; ②旨意 purpose, plan (προθεσι-, 12)
προσλαμβάνω 接納、拿取 I receive, take, partake (food) (προσ + λαβ-, 12), παραλήμψομαι, προσέλαβον, προσείληφα, -, -
πρωΐ (副詞)早晨、清早 in the morning, early morning (12)
πυνθάνομαι 查問 I inquire; 得知 I learn (by inquiry) (πυθ-, 12), -, ἐπυθόμην, -, -, -, (ἐπυνθανόμην)
πῶλος, ὁ, -ου 驢駒 colt (πωλο-, 12)
ῥάβδος, ἡ, -ου 杖、權杖 staff, rod, scepter (ραβδο-, 12, rhabdomancy = 棍卜 divination by rods)
σαλπίζω 吹號 I sound a trumpet (σαλπιδ-, 12), σαλπίσω, ἐσάλπισα, -, -, -
σπλαγχνίζομαι 憐憫、動了慈心 I have compassion (σπλαγχνιδ-, 12, splanchnic = 內臟的), -, -, -, -, ἐσπλαγχνίσθην
σπουδή, ἡ, -ῆς 急忙 haste; 殷勤 diligence, earnestness (σπουδη-, 12)
συνέχω 迫使、推擠 I constrain, crowd (συν + σεχ-, 12), συνέξω, συνέσχον, -, -, συνεσχέθην, (σύνειχον)
τρίς (副詞)三次 thrice, three times (12)
τυγχάνω 得到 I obtain; 遇上 happen (τυχ-, 12), τεύξω, ἔτυχον, τέτυχα, -, -, (ἐτύγχανον)
ὑγιαίνω 健全、純正 I am healthy, sound (υγιαν-, 12), -, -, -, -, -
ὕστερος, -α, -ον (副詞/形容詞)後來 later, afterwards; 末了 last, finally (12, hysteron-proteron = 倒置法)
φιάλη, ἡ, -ης 碗 bowl, saucer (φιαλη-, 12, phial or vial = 小瓶[藥水])
φονεύω 殺害 I murder (φονευ-, 12), φονεύσω, ἐφόνευσα, πεφόνευκα, -, ἐφονεύθην
χοῖρος, ὁ, -ου 豬 pig, swine (χοιρο-, 12)
χρυσίον, τό, -ου 金子 gold (χρυσιο-, 12)
ψεύδομαι 說謊 I lie (ψευδ-, 12, pseudo- 偽), ψεύσομαι, ἐψευσάμην, -, ἔψευμαι, -

出現11次 (70x)
ἀγαλλιάω 歡樂 I exult, be glad, overjoy (αγαλλια-, 11), ἀγαλλιάσω, ἠγαλλιάσα, -, -, ἠγαλλιάθην
ἀγορά, ἡ, -ᾶς 街市 marketplace (αγορα-, 11, agoraphobia 廣場恐懼症)
ἅλυσις, ἡ, -εως 鎖鍊 chain (αλυσι-, 11)
ἀνατολή, ἡ, -ῆς 東方、升起 east, rising (ανατολη-, 11, Anatolia 安那托利亞 [小亞細亞的舊稱])
ἀπαρνέομαι 否認、捨棄 I deny, renounce (απ + αρνε-, 11), ἀπαρνήσομαι, ἀπηρνησάμην, -, ἀπήρνημαι, ἀπηρνήθην
ἀπιστία, ἡ, -ας 不信 unbelief, faithlessness (α + πιστια-, 11)
ἀρχαῖος, -α, -ον 古、舊的 old, ancient (αρχαιο/α-, 11, archive = 檔案,存檔)
ἄφρων, -ον 愚妄、無知 foolish, ignorant (αφρον-, 11)
βρῶσις, ἡ, -εως 食物、吃 food, eating, consuming (βρωσι-, 11)
γέμω 充滿 I am full (γεμ-, 11), -, -, -, -, -, (ἔγεμον)
διαμερίζω 分開、分給 I divide, distribute (δια + μεριδ-, 11), διαμεριῶ, διεμέρισα, -, διαμεμέρισμαι, διεμερίσθην, (διεμέριζον)
δόλος, ὁ, -ου 詭詐 deceit, trickery (δολο-, 11)
δωρεά, ἡ, -ᾶς 禮物 gift (δωρεα-, 11)
ἐάω 容許、任由 I allow, leave alone (εα-, 11), ἐάσω, εἴασα, -, -, εἰάθην, (εἴων)
εἴδωλον, τό, -ου 偶像 idol (ειδωλο-, 11)
εἴκοσι 廿 twenty (11) [Indeclinable] (參看數字表)
εἰσάγω 領進、帶進 I lead in, bring in (εισ + αγ-, 11), εἰσάξω, εἰσήγαγον, -, -, εἰσήχθην
ἐκχύννομαι 倒出、流出 I pour out (εκ + χυ-, 11), -, -, -, ἐκκέχυμαι, ἐξεχύθην, (ἐξεχυννόμην)
ἔλαιον, τό, -ου 橄欖油 olive oil (ελαιο-, 11, oleo- = akin to oil, 油)
ἐλευθερία, ἡ, -ας 自由 liberty, freedom (ελευθερια-, 11)
ἐνδείκνυμι 彰顯、顯明 I show forth, exhibit, demonstrate (εν + δεικ-, 11), ἐνδείξω, ἐνέδειξα, -, -, -
ἐξουθενέω 藐視、輕看 I despise; 厭棄 I reject (εξ + ουθενε-, 11), ἐξουθενήσω, ἐξουθένησα, -, ἐξουθένημαι, ἐξουθενήθην
ἔπαινος, ὁ, -ου 稱讚 praise, commendation (επαινο-, 11)
ἐπαισχύνομαι 羞恥 I am ashamed (επ + αισχυν-, 11), -, -, -, -, ἐπαισχύνθην or ἐπῃσχύνθην
ἐπιπίπτω 落在⋯上 I fall upon (επι + πετ-, 11), -, ἐπέπεσον, ἐπιπέπτωκα, -, -
ἐπισκέπτομαι 眷顧、看望 I visit, care; 檢查 I inspect (επι + σκεπ-, 11, episcopal = 主教制的), ἐπισκέψομαι, ἐπεσκεψάμην, -, ἐπέσκεμμαι, ἐπεσκέφθην
ζηλόω 切慕、嫉妒 I am zealous, jealous (ζηλο-, 11, zeal = 熱心), ζηλώσω, ἐζήλωσα, ἐζήλωκα, -, -
ζῳοποιέω 使活 I make alive, give life (ζῳοποιε-, 11), ζῳοποιήσω, ἐζῳοποίησα, -, -, ἐζῳοποιήθην
θανατόω 治死、殺死 I put to death (θανατο-, 11), θανατώσω, ἐθανάτωσα, -, τεθανάτωμαι, ἐθανατώθην
θάπτω 埋葬 I bury (θαπ/ταφ-, 11), θάψω, ἔθαψα, -, τέθαμμαι, ἐτάφην, (ἔθαπτον)
κακία, ἡ, -ας 罪惡、惡毒 evil, malice; 難處 trouble, calamity (κακια-, 11)
καταβολή, ἡ, -ῆς 根基 foundation (καταβολη-, 11)
κατασκευάζω 預備 I prepare; 建造 I build, construct (κατα + σκευαδ-, 11), κατασκευάσω, κατεσκεύασα, κατεσκεύακα, κατεσκεύασμαι, κατεσκευάσθην
καύχημα, τό, -ατος 誇口 boasting, pride (καυχηματ-, 11)
καύχησις, ἡ, -εως 誇口 boasting, pride (καυχησι-, 11)
κέρας, τό, -ατος 角 horn (κερατ-, 11, rhinoceros = 犀牛 lit. nose-horn)
κλάδος, ὁ, -ου 樹枝 branch, twig (κλαδο-, 11)
κλῆρος, ὁ, -ου ①籤 lot; ②份 portion, share (κληρο-, 11, clergy = 神職人員)
κλῆσις, ἡ, -εως 呼召 calling, invitation (κλησι-, 11)
κράβαττος , ὁ, -ου 褥子 mattress, pallet (κραβαττο-, 11)
λίμνη, ἡ, -ης 湖 lake (λιμνη-, 11, limnology = 湖沼學)
μετρέω 量 I measure (μετρε-, 11), μετρήσω, ἐμέτρησα, -, μεμέτρημαι, ἐμετρήθην
νεανίσκος, ὁ, -ου 少年人 young man, youth (νεανισκο-, 11)
νόσος, ἡ, -ου 疾病 disease (νοσο-, 11, nosology = 疾病分類學)
ὁμοθυμαδόν (副詞)同心合意 with one accord (11)
πηγή, ἡ, -ῆς 泉 spring, fountain (πηγη-, 11)
ποιμαίνω 牧養 I shepherd (ποιμαν-, 11), ποιμανῶ, ἐποίμανα, -, -, ἐποιμάνθην
πρᾶγμα, τό, -ατος 事 thing, matter, deed (πραγματ-, 11, pragmatic = 實用的)
πραΰτης, ἡ, -ῆτος 溫柔 gentleness, meekness (πραυτητ-, 11)
πρότερος, -α, -ον 先前、從前 former, earlier (προτερο/α-, 11, proto- 原)
σάλπιγξ, ἡ, -ιγγος 號筒 trumpet (σαλπιγγ-, 11)
σπλάγχνον, τό, -ου 腸子、心腸 bowels, intestines, affections (σπλαγχνο-, 11, splanchnic = 內臟的)
σπουδάζω 趕緊、竭力 I hasten, am eager, make every effort (σπουδαδ-, 11), σπουδάσω, ἐσπούδασα, ἐσπούδακα, -, -
στήκω 站立、站穩 I stand, stand fast (στηκ-, 11), -, -, -, -, -, (ἔστηκον)
συγγενής, -ές 親族、親屬 kindred, akin, relative (συγγενεσ-, 11)
σφόδρα (副詞)很、非常、極其 very, exceedingly (11)
σχίζω 裂開、分開 I split, divide (σχιδ-, 11, schizophrenia = 精神分裂症), σχίσω, ἔσχισα, -, -, ἐσχίσθην
τελευτάω 死 I die, end, finish (τελευτα-, 11), τελευτήσω, ἐτελεύτησα, τετελεύτηκα, -, -
τριάκοντα 三十 thirty (11) [Indeclinable] (參看數字表)
ὑγιής, -ές 健全、純全 healthy, sound (υγιεσ-, 11, hygiene 衛生)
ὑμέτερος, -α, -ον 你們的 your (υμετερο/α-, 11)
ὑποκάτω (介繫詞)gen: under, beneath 在⋯下 (11)
ὑψηλός, -ή, -όν 高的 high, uplifted, proud (υψηλο/η-, 11)
φυτεύω 栽種 I plant (φυτευ-, 11), -, ἐφύτευσα, πεφύτευκα, πεφύτευμαι, ἐφυτεύθην, (ἐφύτευον)
φωτίζω 照亮、光照 I give light, enlighten (φωτιδ-, 11, photo- 光), φωτίσω, ἐφώτισα, -, πεφώτισμαι, ἐφωτίσθην
χείρων, -ον 更壞的 worse, more severe (χειρον-, 11)
χίλιοι, -αι, -α 千 thousand (χιλιο/α-, 11, chiliasm = millenarianism 千禧年說) (參看數字表)
χιτών, ὁ, -ῶνος 裡衣 tunic, inner garment (χιτων-, 11, chiton 古希臘人所穿貼身長衣)
χράομαι 使用、利用 I use, make use of; 對待 I treat (χρα-, 11, catachresis = 詞語誤用 misuse of a word), χρήσομαι, ἐχρησάμην, -, κέχρημαι, -, (ἐχρώμην)
ψευδοπροφήτης, ὁ, -ου 假先知 false prophet (ψευδο + προφητη-, 11)

出現10次 (74x)
ἁγιασμός, ὁ, -οῦ 成聖、聖潔 sanctification, holiness (αγιασμο-, 10)
ᾅδης, ὁ, -ου 陰間 Hades, hell (ᾳδη-, 10)
ἀδύνατος, -ον 不能的、無力的 impossible, powerless (α + δυνατο-, 10)
ἀκαθαρσία, ἡ, -ας 不潔、污穢 uncleanness (α + καθαρσια-, 10)
ἅμα (副詞)同時、一同 at the same time, together;(介繫詞)dat: together with 與⋯一同 (10)
ἀναφέρω 帶上、獻上 I bring up, bear, offer (ανα + φερ-, 10), ἀνοίσω, ἀνηνεγκα or ἀνήνεγκον, ἀνενήνοχα, -, ἀνηνέχθην, (ἀνἐφερον)
ἀπολαμβάνω ①得(回) I receive (back); ②領到一旁 take aside (απο + λαβ-, 10), ἀπολή(μ)ψομαι, ἀπέλαβον, ἀπείληφα, -, -
ἀπολογέομαι 辯護、分訴 I defend myself (απο + λογε-, 10, apologetics 護教學), ἀπολογήσω, -, -, -, ἀπολογήθην
ἀπολύτρωσις, ἡ, -εως 救贖、釋放 redemption, release (απολυτρωσι-, 10)
ἀσέλγεια, ἡ, -ας 邪蕩 licentiousness, debauchery (ασελγεια-, 10)
ἀσπασμός, ὁ, -οῦ 問安 greeting (ασπασμο-, 10)
ἀφαιρέω 除掉、奪去 I take away (αφ + αιρε-/ελ-, 10, aphaeresis 非重音字首之省略), ἀφελῶ, ἀφεῖλον, -, ἀφῄρημαι, ἀφῃρέθην
ἀφορίζω 分開、分別 I separate, set apart (αφ + οριδ-, 10, aphorism = 格言), ἀφοριῶ, ἀφώρισα, -, ἀφώρισμαι, -, (ἀφώριζον)
βίβλος, ἡ, -ου 書卷、記錄 book, scroll, record (βιβλο-, 10, bibliography = 參考書目)
βίος, ὁ, -ου 生活、生計 life, livelihood (βιο-, 10, biology 生物學)
δάκρυον, τό, -ου 眼淚 tear (δακρυο-, 10)
δεσπότης, ὁ, -ου 主、主人 master, lord, owner (δεσποτη-, 10, despot = 暴君)
δικαίωμα, τό, -ατος 條例、要求 regulation, requirement; 義行 righteous deed (δικαιωματ-, 10)
διωγμός, ὁ, -οῦ 逼迫 persecution (διωγμο-, 10)
ἐγκαταλείπω 離棄、留下 I leave (behind), forsake (εγ + κατα + λιπ-, 10), ἐγκαταλείψω, ἐγκατέλειψα or ἐγκατέλιπον, ἐγκαταλέλοιπα, -, ἐγκατελείφθην, (ἐγκατέλειπον)
ἐκκόπτω 砍掉、斬斷 I cut off, cut down (εκ + κοπ-, 10), ἐκκόψα, ἐξέκοψα, -, -, ἐξεκόπην
ἐκπίπτω ①落下、掉落 I fall off; ②擱淺 I run aground (εκ + πετ-, 10), ἐκπεσοῦμαι, ἐξέπεσον or ἐξέπεσα, ἐκπέπτωκα, -, -
ἐμφανίζω 顯現 I manifest; passive: I appear; 報知 I inform (εν + φανιδ-, 10), ἐμφανίσω, ἐνεφάνισα, -, -, ἐνεφανίσθην
ἔνατος, -η, -ον 第九 ninth (ενατο/η-, 10) (參看數字表)
ἔνοχος, -ον 有罪責於、受制於 liable, guilty (ενοχο-, 10)
ἐντεῦθεν ①從這裡 from here; ②這邊⋯那邊 on this side… on that side (10)
ἐξομολογέω 主動:同意 I consent;關身:承認、讚美 I confess, praise (εξ + ομολογε-, 10), ἐξομολογήσω, ἐξωμολόγησα, -, -, -
ἐπειδή (連接詞)①既然、因為 since, because; ②當、之後 when, after (10)
ἐπιτάσσω 吩咐 I command, order (επι + ταγ-, 10), -, ἐπέταξα, -, ἐπιτέταγμαι, ἐπετάγην
ἐπιτελέω 完成、成全 I finish, complete, perform (επι + τελεϝ-, 10), ἐπιτελέσω, ἐπετέλεσα, -, -, ἐπετελέσθην
θλίβω 擠壓、欺壓 I press, oppress; 關身:受苦 to suffer affliction (θλιβ-, 10), θλίψω, ἔθλιψα, -, τέθλιμμαι, ἐθλίβην
ἰσχύς, ἡ, -ύος 力量、能力 strength, power, might (ισχυ-, 10)
κλητός, -ή, -όν 蒙召的 called, invited (κλητο/η-, 10)
κοινωνός, ὁ, -οῦ 同伴、有份者 partner, sharer (κοινωνο-, 10)
κομίζω 帶著 I bring; 關身:得著(回報) I receive (κομιδ-, 10), κομίσω or κομιῶ, ἐκόμισα, -, κεκόμισμαι, ἐκομίσθην
κοσμέω 妝飾 I adorn; 使整齊 I put in order (κοσμε-, 10, cosmetics = 化妝品), κοσμήσω, ἐκόσμησα, -, κεκόσμημαι, ἐκοσμήθην, (ἐκόσμουν)
μακράν (副詞)很遠 far, far away (10, macro- 宏觀的)
μακροθυμέω 忍耐、寬容 I am patient (μακροθυμε-, 10), -, ἐμακροθύμησα, -, -, -
μέλει 顧念、在意 It is a care (μελ/μελε-, 10), μελήσομαι, ἐμέλησα, -, -, ἐμελήθην, (ἔμελεν)
ξενίζω 接待 I host, entertain (a stranger); 以為奇怪 I think as strange, bewilder (ξενιδ-, 10), -, ἐξένισα, -, -, ἐξενίσθην
ὅδε, ἥδε, τόδε (指示代名詞)這、這樣 this, thus (ο + δε-, 10)
οἰκονόμος, ὁ, -ου 管家 steward, manager; 司庫 treasurer (οικο + νομο-, 10, economy = 經濟)
ὀνομάζω 起名、稱呼、提及 I name (ονοματ-, 10), ὀνομάσω, ὠνόνασα, -, -, ὠνομάσθην
ὄντως (副詞)真是、果然 really, surely, indeed (10, ontology 實體論)
ὅρκος, ὁ, -ου 誓言 oath (ορκο-, 10)
παντοκράτωρ, ὁ, -ορος 全能者 almighty, all-powerful (παντο + κρατορ-, 10)
παράγω 經過 I pass by; 過去、消逝 I pass away (παρ + αγ-, 10), -, παρήγαγον, -, -, παρήχθην, (παρῆγον)
παραλυτικός, -ή, -όν 癱瘓的 paralytic (παραλυτικο/η-, 10)
παρεμβολή, ἡ, -ῆς 軍營 camp, barracks; 軍隊 army (παρα + εν + βολη-, 10)
πατάσσω 擊打、擊殺 I strike, smite (παταγ-, 10), πατάξω, ἐπάταξα, -, -, ἐπατάχθην
πενθέω 哀慟 I mourn (πενθε-, 10), πενθήσω, ἐπένθησα, -, -, -
περιστερά, ἡ, -ᾶς 鴿子 dove, pigeon (περιστερα-, 10)
πλάνη, ἡ, -ης 錯謬、迷惑 error, deceit (πλανη-, 10)
πλεονεξία, ἡ, -ας 貪婪 covetousness, greediness (πλεονεξια-, 10)
ποικίλος, -η, -ον 各樣的、諸般的 various, manifold (ποικιλο/η-, 10)
πόρνος, ὁ, -ου 淫亂者 fornicator (πορνο-, 10, pornography = 色情[書畫])
προσκαρτερέω 恆切、專心 I persevere, devote to, adhere to (προσ + καρτερε-, 10), προσκαρτερήσω, προσεκαρτέρησα, -, -, -
πύλη, ἡ, -ης (城)門 gate, door (πυλη-, 10, pylon = 塔門)
σέβω 敬拜、尊敬 I worship, reverence (σεβ-, 10), -, -, -, -, -
σιγάω 靜默、不作聲 I am silent (σιγα-, 10), σιγήσω, ἐσίγησα, -, σεσίγημαι, -
σιωπάω 靜默、不作聲 I am silent (σιωπα-, 10, aposiopesis = 說話中斷法), σιωπήσω, ἐσιώπησα, -, -, -, (ἐσιώπων)
στρατηγός, ὁ, -οῦ 官長、守殿官 commander, magistrate (στρατηγο-, 10)
συζητέω 談論、辯論 I discuss, dispute (συν + ζητε-, 10), -, συνεζήτησα, -, -, -, (συνεζήτουν)
σύνδουλος, ὁ, -ου 僕人同伴 fellow slave (συν + δουλο-, 10)
σφάζω 宰殺 I slay, slaughter (σφαγ-, 10), σφάξω, ἔσφαξα, -, ἔσφαγμαι, ἐσφάγην
τέταρτος, -η, -ον 第四 fourth (τεταρτο/η-, 10, tetrarch 分封王 = a ruler over a fourth part) (參看數字表)
ὑπαντάω 遇見、迎接、迎戰 I meet, go to meet (υπ + αντα-, 10), ὑπαντήσω, ὑπήντησα, -, -, -, (ὑπήντων)
ὑπόδημα, τό, -ατος 鞋 sandal, shoe (υποδηματ-, 10)
χρηστότης, ἡ, -ητος 恩慈 kindness, goodness (χρηστοτητ-, 10)
χρυσός, ὁ, -ου 金子 gold (χρυσο-, 10)
χωρέω ①容下、接受 I have room, contain, accept; ②去、到 I go, reach (χωρε-, 10), χωρήσω, ἐχώρησα, κεχώρηκα, -, -
χωρίον, τό, -ου place, field (χωριο-, 10, chorography = 地勢圖)
ψεῦδος, τό, -ους 謊言 lie (ψευδεσ-, 10, pseudo- 偽)
ψεύστης, ὁ, -ου 說謊者 liar (ψευστη-, 10)


Go to frequency:    45次    40次    35次    30次    25次    20次    15次    10次



回主頁初階希臘文單字“不規則”動詞進階單字(按字母排列)進階單字閃卡 ║ 最近更新: June 16, 2024