頻率 | ≥50次 | 20-49次 | 10-19次 | 5-9次 | 1-4次 |
單字 | 320字 | 312字 | 491字 | 734字 | 3548字 |
課程 | 初階 | 進階 (803字) | 高階 (4282字) |
Go to frequency: 45次 40次 35次 30次 25次 20次 15次 10次
出現49次 (6x) | |
ἄρα | (連接詞)那麼 then, therefore (49) (參看 易混淆的詞形) |
ἄχρι or ἄχρις | (介繫詞)gen: until, as far as 直到 (49) |
ἔτος, τό, -ους | 年 year (ετεσ-, 49) |
παραλαμβάνω | 領受、帶著 I receive from, take along (παρα + λαβ-, 49), παραλήμψομαι, παρέλαβον, -, -, παρελήμφθην |
φανερόω | 顯明 I make manifest (φανερο-, 49, theophany = 神的顯現), φανερώσω, ἐφανέρωσα, -, πεφανέρωμαι, ἐφανερώθην |
χρεία, ἡ, -ας | 需要 need (χρεια-, 49) |
出現48次 (4x) | |
ἀποδίδωμι | 主動:回報 I give back, pay; 關身:賣 I sell (απο + δο-, 48), ἀποδώσω, ἀπέδωκα, -, -, ἀπέδοθην, (ἀπεδίδουν) |
ἔμπροσθεν | (介繫詞)gen: before, in front of 在⋯面前 (48) |
ἔρημος, ἡ, -ου | (名詞)曠野 wilderness, desert;(形容詞)荒涼的 desolate (ερημο-, 48, hermit = 隱士) |
ποῦ | (副詞)在哪裡 where? whither? (48) (參看 易混淆的詞形) |
出現47次 (8x) | |
ἁμαρτωλός, -ον | (形容詞)罪的 sinful;(名詞)罪人 sinner (αμαρτωλο-, 47) |
κρατέω | 抓握 I grasp, am strong (κρατε-, 47, plutocratic = 富豪的 grasping wealth), κρατήσω, ἐκράτησα, κεκράτηκα, κεκράτημαι, - |
κρίσις, ἡ, -εως | 審判、公義 judgment, justice (κρισι-, 47, crisis = 危機) |
οὐκέτι | (副詞)不再 no longer, no more (47) |
πρό | (介繫詞)gen: before ⋯之前 (47, prologue = 序幕) |
προσφέρω | 主動:帶來、獻上 I bring to, offer;關身:對待 I treat, deal with (προσ + φερ/οι/ενεχ-, 47), -, προσήνεγκον, προσενήνοχα, -, προσηνέχθην |
φόβος, ὁ, -ου | 懼怕 fear, terror (φοβο-, 47, phobia = 恐懼症) |
φυλακή, ἡ, -ῆς | 監獄、看守 prison, guard, watch (φυλακη-, 47) |
出現46次 (6x) | |
θηρίον, τό, -ου | 野獸 wild beast (θηριο-, 46, theriomorphic = 獸形的) |
καθίζω | 坐 I seat, sit (καθιδ-, 46, cathedral = 大教堂), καθίσω or καθιῶ, ἐκάθισα, κεκάθικα, -, - |
μικρός, -ά, -όν | 小 small, little (μικρο/α-, 46, microwave = 微波爐) |
οὐαί | (感歎詞)有禍了 woe! alas! (46) |
σταυρόω | 釘十字架 I crucify (σταυρο-, 46), σταυρώσω, ἐσταύρωσα, -, ἐσταύρωμαι, ἐσταυρώθην |
σωτηρία, ἡ, -ας | 拯救 salvation (σωτηρια-, 46, soteriology = 救贖論) |
出現45次 (5x) | |
ἀπαγγέλλω | 告訴 I announce, proclaim (απ + αγγελ-, 45), ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, -, -, ἀπηγγέλην, (ἀπήγγελλον) |
διώκω | 追求、逼迫 I pursue, persecute (διωκ-, 45), διώξω, ἐδίωξα, -, δεδίωγμαι, ἐδιώχθην, (ἐδίωκον) |
θλῖψις, ἡ, -εως | 患難 tribulation (θλιψι-, 45) |
ναός, ὁ, -οῦ | 殿宇、聖所 temple, sanctuary (ναο-, 45) |
ὅμοιος, -α, -ον | 好像 like (ομοιο/α-, 45, homosexual = 同性戀) |
出現44次 (2x) | |
ἐπιγινώσκω | 知道、認出 I come to know, recognize (επι + γνο-, 44), ἐπιγνώσομαι, ἐπέγνων, ἐπέγνωκα, -, ἐπεγνώσθην |
κατοικέω | 居住 I inhabit, dwell (κατ + οικε-, 44), -, κατῴκησα, -, -, - |
出現43次 (10x) | |
ἁμαρτάνω | 犯罪 I sin (αμαρτ-, 43, Hamartiology = 罪論), ἁμαρτήσω, ἡμάρτησα or ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, -, - |
γενεά, ἡ, -ας | 世代 generation (γενεα-, 43, genealogy = 家譜) |
δεύτερος, -α, -ον | 第二 second (δευτερο/α-, 43, Deuteronomy = 申命記) (參看數字表) |
δέω | 捆綁 I bind (δε-, 43, diadem = 王冠), -, ἔδησα, δέδεκα, δέδεμαι, ἐδέθην |
διέρχομαι | 經過 I go through, pass through (δι + ερχ/ελευθ-, 43), διελεύσομαι, διῆλθον, διελήλυθα, -, -, (διηρχόμην) |
θαυμάζω | 希奇 I marvel, wonder at (θαυματ-, 43, thaumaturge = 魔術師), -, ἐθαύμασα, -, -, ἐθαυμάσθην, (ἐθαύμαζον) |
θεραπεύω | 醫治、服事 I heal, serve (θεραπευ-, 43, therapeutic = 治療的), θεραπεύσω, ἐθεράπευσα, -, τεθεράπευμαι, ἐθεραπεύθην |
σεαυτοῦ, -ῆς | 你自己 of yourself (43) (參看 反身代名詞 詞形變化表) |
σπέρμα, τό, -ατος | 種子、後裔 seed, offspring (σπερματ-, 43, sperm = 精子) |
φωνέω | 叫、喊 I call, shout (φωνε-, 43, phonetic = 語音學), φωνήσω, ἐφώνησα, -, -, ἐφωνήθην, (ἐφώνουν) |
出現42次 (6x) | |
ἀνάστασις, ἡ, -εως | 復活 resurrection (ανα + στατσι-, 42, Anastasia 女子名) |
ἐγγίζω | 靠近 I come near (εγγιδ-, 42), ἐγγιῶ, ἤγγισα, ἤγγικα, -, -, (ἤγγιζον) |
εὐλογέω | 祝福、稱頌 I bless (ευλογε-, 42, eulogy 悼詞), εὐλογήσω, εὐλόγησα, εὐλόγηκα, εὐλόγημαι, εὐλογήθην |
καινός, -ή, -όν | 新的 new, fresh (καινο/η-, 42) |
μέρος, τό, -ους | 部份 part (μερεσ-, 42, pentamerous = 五跗節的) |
πάσχω | 受苦 I suffer (παθ-, 42, paschal = 逾越節的), -, ἔπαθον, πέπονθα, -, - |
出現41次 (8x) | |
ἄξιος, -α, -ον | 配得上、相稱的 worthy (αξιο/α-, 41, axiology = 價值論) |
ἐργάζομαι | 作工 I work (εργατ-, 41), -, ἠργασάμην, -, -, -, (ἠργαζόμην) |
πάντοτε | (副詞)常常 always (41) |
παρίστημι | 獻上、站在旁邊 I present, stand by (παρ + στα-, 41), παραστήσω, παρέστησα, παρέστηκα, -, παρεστάθην |
σήμερον | (副詞)今日 today (41) |
τέσσαρες, -ων | 四 four (τεσσαρ-, 41, tetragon = 四角形) (參看數字表) |
τιμή, ἡ, -ῆς | 尊貴、價錢 honor, price (τιμη-, 41) |
χωρίς | (介繫詞)gen: without, apart from 沒有⋯、與⋯無關 (41) |
出現40次 (8x) | |
ἑτοιμάζω | 預備 I prepare (ετοιματ-, 40), ἑτοιμάσω, ἡτοίμασα, ἡτοίμακα, ἡτοίμασμαι, ἡτοιμάσθην |
κλαίω | 哭泣 I weep (κλαϝ-, 40), κλαύσω, ἔκλαυσα, -, -, -, (ἔκλαιον) |
λογίζομαι | 算、想 I account, reckon, think (λογιδ-, 40, logic = 邏輯), -, ἐλογισάμην, -, -, ἐλογίσθην, (ἐλογιζόμην) |
μισέω | 恨惡 I hate (μισε-, 40, misogynist = woman-hater 厭惡女人者), μισήσω, ἐμίσησα, μεμίσηκα, μεμίσημαι, -, (ἐμίσουν) |
μνημεῖον, τό, -ου | 墳墓 tomb, monument (μνημειο-, 40) |
οἰκοδομέω | 建造、造就 I build, edify (οικοδομε-, 40), οἰκοδομήσω, ᾠκοδόμησα, ᾠκοδόμηκα, -, οἰκοδομήθην or ᾠκοδομήθην, (ᾠκοδόμουν) |
ὀλίγος, -η, -ον | 小、少 little, few (ολιγο/η-, 40, oligarchy = rule by the few 寡頭政治) |
τέλος, τό, -ους | 末了、目的 end, goal (τελεσ-, 40, teleology = 目的論) |
出現39次 (9x) | |
ἅπτω | 主動:點燃 I light, ignite;關身:摸 I touch, grasp (αφ-, 39), ἅψω, ἥψα, -, ἧπμαι, ἥφθην, (ἥπτον) |
δικαιόω | 稱義、證實為義 I justify, vindicate (δικαιο-, 39), δικαιώσω, ἐδικαίωσα, -, δεδικαίωμαι, ἐδικαιώθην |
ἐπιτίθημι | 放在⋯上 I lay upon (επι + θε-, 39), ἐπιθήσω, ἐπέθηκα, -, -, -, (ἐπετίθουν) |
θύρα, ἡ, -ας | 門 door (θυρα-, 39) |
ἱκανός, -ή, -όν | 多、夠、配 sufficient, considerable, worthy (ικανο/η-, 39) |
περισσεύω | 有餘、富足 I abound, am rich (περισσευ-, 39), -, ἐπερίσσευσα, -, -, ἐπερισσεύθην, (ἐπερίσσευον) |
πλανάω | 欺哄、迷惑 I lead astray, deceive (πλανα-, 39, planet = wandering star 行星), πλανήσω, ἐπλάνησα, -, πεπλάνημαι, ἐπλανήθην |
πράσσω | 行、做 I do, perform, practice (πραγ-, 39, practice = 實行), πράξω, ἔπραξα, πέπρακα, πέπραγμαι, - |
πρόβατον, τό, -ου | 羊、綿羊 sheep (προβατο-, 39) |
出現38次 (5x) | |
ἐπιθυμία, ἡ, -ας | 欲望、私慾 eager desire, passion (επι + θυμια-, 38) |
εὐχαριστέω | 感謝 I give thanks (ευ + χαριστε-, 38, Eucharist = 聖餐), -, εὐχαρίστησα, -, -, εὐχαριστήθην |
πειράζω | 試探、試煉 I test, tempt, attempt (πειραδ-, 38), -, ἐπείρασα, -, πεπείρασμαι, ἐπειράσθην, (ἐπείραζον) |
πέντε | 五 five (38, Pentateuch = 摩西五經) [Indeclinable] (參看數字表) |
ὑποτάσσω | 主動:使⋯臣服 I subject;被動:順服 I submit (υπο + ταγ-, 38, hypotaxis = 從屬結構), -, ὑπέταξα, -, ὑποτέταγμαι, ὑπετάγην |
出現37次 (10x) | |
ἄρχων, ὁ, -οντος | 首領、官長 ruler (αρχοντ-, 37, monarch = sole [μόνος] ruler 君主) |
βούλομαι | 意願 I wish, determine (βουλ/βουλε-, 37), -, -, -, -, ἐβουλήθην, (ἐβουλόμην) |
διάβολος, -ον | (名詞)魔鬼 the Devil;(形容詞)說讒言的 slanderous (διαβολο-, 37) |
διακονέω | 服事 I wait upon, serve, minister (δι + ακονε-, 37), διακονήσω, διηκόνησα, -, -, διηκονήθην, (διηκόνουν) |
ἐκεῖθεν | (副詞)從那裡 from there, thence (37) |
ἐμαυτοῦ, -ῆς | 我自己 of myself (37) (參看 反身代名詞 詞形變化表) |
καλῶς | (副詞)好、不錯 well, rightly (37) |
καυχάομαι | 誇口 I boast (καυχα-, 37), καυχήσομαι, ἐκαυχησάμην, -, κεκαύχημαι, - |
μαρτυρία, ἡ, -ας | 見證、證據 testimony, witness, evidence (μαρτυρια-, 37) |
παραγίνομαι | 來到 I come, arrive (παρα + γεν-, 37), -, παρεγενόμην, -, -, -, (παρεγινόμην) |
出現36次 (9x) | |
ἀγρός, ὁ, -οῦ | 田地、鄉下 field, country (αγρο-, 36, agrarian = 土地的) |
ἄρτι | (副詞)現在、剛剛 now, just now (36) |
ἐπιστρέφω | (使)轉身、轉回 I turn, return (επι + στρεφ-, 36), ἐπιστρέψω, ἐπέστρεψα, -, -, ἐπεστράφην |
εὐθέως | (副詞)立刻 immediately (36) |
ὀργή, ἡ, -ῆς | 忿怒 anger, wrath (οργη-, 36) |
οὖς, τό, ὠτός | 耳朵 ear (ωτ-, 36, otology = 耳科) (參看 易混淆的詞形) |
περιτομή, ἡ, -ῆς | 割禮 circumcision (περιτομη-, 36) |
προσευχή, ἡ, -ῆς | 禱告 prayer (προσευχη-, 36) |
ὥσπερ | (連接詞)正如、好像 just as, like (36) |
出現35次 (4x) | |
μάρτυς, ὁ, -υρος | 見證人 witness (μαρτυρ-, 35, martyr = 殉道者) |
ὀπίσω | (介繫詞)gen: behind, after 在⋯之後;(副詞)back, behind 後面 (35) |
ὀφείλω | 應該、虧欠 I am obligated, ought, I owe (οφειλ-, 35), -, -, -, -, -, (ὤφειλον) |
ὑποστρέφω | 回來、背棄 I return, turn back (υπο + στρεφ-, 35), ὑποστρέψω, ὑπέστρεψα, -, -, -, (ὑπέστρεφον) |
出現34次 (9x) | |
ἅπας, -ασα, -αν | 所有、一切 every, all (απαντ/απασα-, 34) |
βιβλίον, τό, -ου | 書卷 book, scroll (βιβλιο-, 34, bible = 聖經) |
βλασφημέω | 褻瀆、辱罵、毀謗 I blaspheme, revile, slander (βλασφημε-, 34), -, ἐβλασφήμησα, -, -, ἐβλασφημήθην, (ἐβλασφήμουν) |
διακονέω | 服事 I wait upon, serve, minister (δι + ακονε-, 37), διακονήσω, διηκόνησα, -, -, διηκονήθην, (διηκόνουν) |
μέλος, τό, -ους | 肢體 a member, body part (μελεσ-, 34) |
μετανοέω | 悔改 I repent (μετα + νοε-, 34), -, μετενόησα, -, -, - |
μήτε | (連接詞)也不 neither, nor (34) |
οἶνος, ὁ, -ου | 酒 wine (οινο-, 34) |
πτωχός, -ή, -όν | (形容詞)貧窮的 poor;(名詞)乞丐 (πτωχο/η-, 34) |
出現33次 (7x) | |
ἀρνέομαι | 否認、捨棄 I deny, renounce (αρνε-, 33), ἀρνήσομαι, ἠρνησάμην, -, ἤρνημαι, -, (ἠρνοῦμην) |
ἀσθενέω | 軟弱、患病 I am weak, sick (ασθενε-, 33), -, ἠσθένησα, ἠσθένηκα, -, -, (ἠσθενοῦν) |
διαθήκη, ἡ, -ης | 盟約 covenant (διαθηκη-, 33) |
ἐκπορεύομαι | 出來 I go out, come out (εκ + πορευ-, 33), ἐκπορεύσομαι, -, -, -, -, (ἐξεπορευόμην) |
ναί | (質詞)是的 yes, indeed (33) |
ποῖος, -α, -ον | (疑問代名詞)①哪種?what sort of? ②什麼?what? which? (=τίς) (ποιο/α-, 33) |
Σατανᾶς, ὁ | 撒但 Satan (33) |
出現32次 (9x) | |
ἀκάθαρτος, -ον | 不潔、污穢 unclean (α + καθαρτο-, 32) |
ἀναγινώσκω | 誦讀 I read (aloud) (ανα + γνο-, 32), -, ἀνέγνω, -, -, ἀνεγνώσθην, (ἀνεγίνωσκον) |
δυνατός, -ή, -όν | 有能力、可能的 powerful, possible (δυνατο/η-, 32) |
ἐχθρός, -ά, -όν | (名詞)仇敵 enemy;(形容詞)敵對的 hostile (εχθρο/α-, 32) |
ἥλιος, ὁ, -ου | 太陽 sun (ηλιο-, 32, helium = 氦) |
παραγγέλλω | 吩咐 I command, charge (παρ + αγγελ-, 32), -, παρήγγειλα, -, παρήγγελμαι, -, (παρήγγελλον) |
ὑπομονή, ἡ, -ῆς | 堅忍 perseverance, endurance (υπομονη-, 32) |
出現31次 (14x) | |
ἄνεμος, ὁ, -ου | 風 wind (ανεμο-, 31) |
ἐγγύς | (副詞)近了 near, at hand;(介繫詞)gen: near 與⋯相近 (31) |
ἐλπίζω | 盼望 I hope (ελπιδ-, 31), ἐλπιῶ, ἤλπισα, ἤλπικα, -, -, (ἤλπιζον) |
ἔξεστιν | 可以 it is lawful (ἐξ + ἐστιν, 31) |
ἱερεύς, ὁ, -έως | 祭司 priest (ιερεϝ-, 31, hierarchy = 僧侶統治) |
καθαρίζω | 潔淨 I cleanse (καθαριδ-, 31, catharsis = 淨化), καθαριῶ, ἐκαθάρισα, -, κεκαθάρισμαι, ἐκαθαρίσθην |
παρρησία, ἡ, -ας | 膽量、明講、公開 boldness, plainness, openness (παρρησια-, 31) |
πλῆθος, τό, -ους | 許多、眾人 multitude (πληθεσ-, 31, plethora = 過剩) |
πλήν | (連接詞)然而 nevertheless, but;(介繫詞)gen: except 除了⋯ (31) |
ποτήριον, τό, -ου | 杯 cup (ποτηριο-, 31) |
σκότος, τό, -ους | 黑暗 darkness (σκοτεσ-, 31, scotopia = 暗視力) |
φαίνω | 主動:光照 I shine;關身被動:顯現 I appear, am seen (φαν-, 31, phantom = 幽靈 thing apparently seen), φανοῦμαι, ἔφανα, -, -, ἐφάνην, (ἔφαινον) |
φυλάσσω | 看守、遵守 I guard, keep (φυλαγ-, 31, prophylaxis = 預防), φυλάξα, ἐφύλαξα, -, -, - |
φυλή, ἡ, -ῆς | 支派、民族 tribe (φυλη-, 31, phylum = 門 [生物學分類之一]) |
出現30次 (7x) | |
ἀγοράζω | 買 I buy (αγορατ-, 30), ἀγοράσω, ἠγόρασα, -, ἠγόρασμαι, ἠγοράσθην, (ἠγόραζον) |
ἀρνίον, τό, -ου | 羔羊 lamb (αρνιο-, 30) |
διδαχή, ἡ, -ῆς | 教導 teaching (διδαχη-, 30, didactic = 教導的) |
ἐπικαλέω | 主動:稱呼 I call, name;關身:呼求 I call on, appeal (επι + καλεϝ-, 30), -, ἐπεκαλέσα, -, ἐπικέκλημαι, ἐπεκλήθην |
ὁμοίως | 同樣地 likewise, in the same way (30) |
συνείδησις, ἡ, -εως | 良心 conscience (συνειδησι-, 30) |
συνέρχομαι | 同來、聚集 I come together (συν + ερχ/ελευθ-, 30), -, συνῆλθον, συνελήλυθα, -, -, (συνηρχόμην) |
出現29次 (15x) | |
γνῶσις, ἡ, -εως | 知識 knowledge (γνωσι-, 29, Gnostics = 諾斯底主義者) |
διάκονος, ὁ and ἡ, -ου | 用人、執事 servant, minister, deacon (διακονο-, 29) |
ἐπιτιμάω | 責備、嚴囑 I rebuke, warn (επι + τιμα-, 29), -, ἐπετιμησα, -, -, -, (ἐπετίμων) |
ἰσχυρός, -ά, -όν | 強壯、有力的 strong, mighty (ισχυρο/α-, 29) |
μάχαιρα, ἡ, -ης | 刀劍 sword, daggar (μαχαιρα-, 29) |
μισθός, ὁ, -οῦ | 工價、賞賜 wages, reward (μισθο-, 29) |
παράκλησις, ἡ, -εως | 勸勉、安慰 exhortation, consolation (παρακλησι-, 29) |
παρέρχομαι | 經過、廢去 I pass by, pass away (παρ + ερχ-, 29), παρελεύσομαι, παρῆλθον, παρελήλυθα, -, - |
πάσχα, τό | 逾越節 Passover, Passover lamb (29) [Indeclinable] |
πόθεν | (連接詞)從哪裡 from where? (29) |
ποτέ | (質詞)從前 formerly, once;從來 ever, at any time (29) (參看 易混淆的詞形) |
προσκαλέομαι | 召來 I summon (προσ + καλεϝ-, 29), -, προσεκαλεσάμην, -, προσκέκλημαι, - |
σκανδαλίζω | 使跌倒、反感 I cause to stumble, offend (σκανδαλιδ-, 29, scandalize = 使反感), -, ἐσκανδάλισα, -, -, ἐσκανδαλίσθην, (ἐσκανδαλιζομην) |
φεύγω | 逃走、逃脫、逃避 I flee, escape (φυγ-, 29, fugitive = 逃犯), φεύξομαι, ἔφυγον, πέφευγα, -, - |
φίλος, -η, -ον | (名詞)朋友 friend;(形容詞)友好的 friendly (φιλο-, 29) |
出現28次 (15x) | |
ἁγιάζω | 成聖、分別為聖、尊為聖 I sanctify (αγιαδ-, 28), -, ἡγίασα, -, ἡγίασμαι, ἡγιάσθην |
ἀδικέω | 傷害、虧負 I harm, do wrong (α + δικε-, 28), ἀδικήσω, ἠδικήσα, ἠδικηκα, -, ἠδικήθην |
ἀληθινός, -ή, -όν | 真的 true, genuine (αληθινο/η-, 28) |
γαμέω | 婚娶 I marry (γαμε-, 28, bigamy 重婚), -, ἔγημα or ἐγάμησα, γεγάμηκα, -, ἐγαμήθην, (ἐγάμουν) |
ἐλεέω | 憐憫 I have mercy (ελεε-, 28, eleemosynary = 慈善的), ἐλεήσω, ἠλέησα, -, ἠλέημαι, ἠλεήθην |
ἡγέομαι | ①領首 I lead, rule; ②視為 I regard, consider (ηγε-, 28), -, ἡγήσαμην, -, ἥγημαι, - |
θυγάτηρ, ἡ, -τρός | 女兒 daughter (θυγατερ-, 28) |
θυσία, ἡ, -ας | 祭祀、祭物 sacrifice (θυσια-, 28) |
ἰσχύω | 強壯、能夠、得勝 I am strong, able (ισχυ-, 28), ἰσχύσω, ἴσχυσα, -, -, -, (ἴσχυον) |
μυστήριον, τό, -ου | 奧祕 mystery (μυστηριο-, 28) |
νικάω | 得勝 I conquer, overcome (νικα-, 28, Nichalos = victor over people), νικήσω, ἐνίκησα, νενίκηκα, -, ἐνικήθην |
πλούσιος, -α, -ον | 富足的 rich (πλουσιο/α-, 28, plutocratic = grasping wealth 富豪的) |
προφητεύω | 預言、講道 I prophesy (προφητευ-, 28), προφητεύσω, ἐπροφήτευσα, -, -, -, (ἐπροφήτευον) |
τελέω | 完成、應驗 I finish, fulfill (τελεϝ-, 28, teleology = 目的論), τελέσω, ἐτέλεσα, τετέλεκα, τετέλεσμαι, ἐτελέσθην |
χώρα, ἡ, -ας | 地方 region, place;田 field;鄉下 country (χωρα-, 28, chorography = 地勢圖) |
出現27次 (9x) | |
βαστάζω | 擔負、提帶 I bear, carry (βασταδ-, 27), βαστάσω, ἐβάστασα, -, -, -, (ἐβάσταζον) |
ἔλεος, τό, -ους | 憐憫 pity, mercy (ελεεσ-, 27) |
ἐνδύω | 穿上 I put on, clothe (εν + δυ-, 27), -, ἐνέδυσα, -, ἐνδέδυμαι, - |
καθαρός, -ά, -όν | 清潔、純淨 clean, pure (καθαρο/α-, 27, catharsis = 淨化) |
καταργέω | 作廢、毀滅 I nullify, abolish (κατα + εργε-, 27), καταργήσω, κατήργησα, κατήργηκα, κατήργημαι, κατηργήθην |
κρίμα, τό, -ατος | 審判、刑罰 judgment (κριματ-, 27) |
κώμη, ἡ, -ης | 村莊 village (κωμη-, 27) |
πόσος, -η, -ον | 多少、何等 how great? how much? (ποσο/η-, 27) |
σταυρός, ὁ, -οῦ | 十字架 cross (σταυρο-, 27) |
出現26次 (18x) | |
ἀδελφή, ἡ, -ῆς | 姐妹 sister (αδελφη-, 26) |
ἀληθής, -ές | 真的、誠實的 true, real, honest (αληθεσ-, 26) (參看3-3形容詞詞形變化表) |
ἀποκαλύπτω | 啟示、顯露 I reveal (απο + καλυπ-, 26, apocalypse = 啟示), ἀποκαλύψω, ἀπεκάλυψα, -, -, ἀπεκαλύφθην |
ἀσθενής, -ές | 軟弱、病的 weak, sick (ασθενεσ-, 26) |
γε | (質詞)果真 indeed, really, even (26) |
ἕνεκα or ἕνεκεν | (介繫詞)gen: on account of, for the sake of 因、為⋯ (26) |
ἐπεί | (連接詞)因為、既然 because, since, for otherwise (26) |
ἥκω | 來到、在這裡 I have come, am present (ηκ-, 26), ἥξω, ἧξα, ἥκα, -, - |
ἰάομαι | 治癒 I heal (ια-, 26, pediatrics = 小兒科 medical care of children [παῖς]), ἰάσομαι, ἰασάμην, -, ἴαμαι, ἰάθην, (ἰώμην) |
λυπέω | 憂愁 I grieve (λυπε-, 26), -, ἐλύπησα, λελύπηκα, -, ἐλυπήθην |
ὀμνύω or ὄμνυμι | 起誓 I swear, take an oath (ομ-, 26), -, ὤμοσα, -, -, - |
ὁμολογέω | 承認、宣稱 I confess, profess (ομολογε-, 26, lit. to say same thing, homologous = 一致的), ὁμολογήσω, ὡμολόγησα, -, -, -, (ὡμολόγουν) |
οὔπω | (副詞)還沒有 not yet (26) |
πνευματικός, -ή, -όν | 屬靈的 spiritual (πνευματικο/η-, 26) |
στρατιώτης, ὁ, -ου | 士兵 soldier (στρατιωτη-, 26) |
συνίημι | 明白 I understand (συν + σε-, 26), συνήσω, συνῆκα, -, -, - |
φρονέω | 思念、看為 I think, set one's mind (φρονε-, 26), φρονήσω, ἐφρόνησα, πεφρόνηκα, -, -, (ἐφρόνουν) |
χήρα, ἡ, -ας | 寡婦 widow (χηρα-, 26) |
出現25次 (18x) | |
ἀδικία, ἡ, -ας | 不義 unrighteousness, injustice (α + δικια-, 25) |
Αἴγυπτος, ἡ, -ου | 埃及 Egypt (Αιγυπτο-, 25) |
ἀναβλέπω | ①抬頭看 I look up; ②恢復視力 I regain sight (ανα + βλεπ-, 25), -, ἀνεβλέψα, -, -, - |
γνωρίζω | ①指示、告訴(使知道) I make known; ②知道 I know (γνωριδ-, 25), γνωρίσω, ἐγνώρισα, -, -, ἐγνωρίσθην |
δέκα | 十 ten (25, decade = 十年) [Indeclinable] (參看數字表) |
δένδρον, τό, -ου | 樹 tree (δενδρο-, 25) |
δουλεύω | 服事、作奴僕 I serve as a slave (δουλευ-, 25), δουλεύσω, ἐδούλευσα, δεδούλευκα, -, - |
Ἕλλην, ὁ, -ηνος | 希利尼人 Greek (Ελλεν-, 25, Hellenize = 希臘化) |
ἑορτή, ἡ, -ῆς | 節期 feast, festival (εορτη-, 25, Heortology = 宗教節日學) |
κελεύω | 吩咐 I command, order (κελευ-, 25), κελεύσω, ἐκέλευσα, -, -, ἐκελεύσθην, (ἐκέλευον) |
λευκός, -ή, -όν | 白的 white (λευκο/η-, 25, leukemia = 白血病 lit. white blood [αἷμα]) |
μανθάνω | 學習 I learn (μαθ-, 25, math = 數學), -, ἔμαθον, μεμάθηκα, -, - |
μήποτε | (連接詞)恐怕、免得 lest;(質詞)或許 perhaps;從不 never (25) |
νεφέλη, ἡ, -ης | 雲 cloud (νεφελη-, 25, nephelometer 測雲計) |
πορνεία, ἡ, -ας | 淫亂 fornication (πορνεια-, 25, pornography = 色情[書畫]) |
σός, σή, σόν | 你的 your (σο/η-, 25) |
στέφανος, ὁ, -ου | 冠冕 crown, wreath; 司提反 Stephen (στεφανο-, 25) |
φιλέω | 愛、親嘴 I love, kiss (φιλε-, 25), -, ἐφίλησα, πεφίληκα, -, -, (ἐφίλουν) |
出現24次 (16x) | |
ἀκοή, ἡ, -ῆς | 消息、風聲 report, news; 聽、耳 hearing, ear (ακοη-, 24) |
ἀναιρέω | ①殺、除去 I kill, abolish; ②關身:拾起 I take up (αν + αιρε-/ελ-, 24), ἀναιρήσω or ἀνελῶ, ἀνεῖλα or ἀνεῖλον, -, -, ἀνῃρέθην |
ἀσθένεια, ἡ, -ας | 軟弱、病 weakness, illness (ασθενεια-, 24, neurasthenia = 神經衰弱症) |
ἀστήρ, ὁ, -έρος | 星 star (αστερ-, 24, asterisk = 星號) |
ἐπιστολή, ἡ, -ῆς | 信函、書信 letter, epistle (επιστολη-, 24) |
καταλείπω | 離開、撇下、留下 I leave (behind), forsake (κατα + λειπ-, 24), καταλείψω, κατέλειψα or κατέλιπον, -, καταλέλειμαι, κατελείφθην |
κεῖμαι | 躺臥、放置、設立 I lie, recline; am laid, appointed (κει-, 24), κείσομαι, -, -, -, -, (ἐκείμην) |
νέος, -α, -ον | 新、年輕 new, young (νεο/α-, 24) |
νοῦς, ὁ, νοός | 心思、悟性 mind, intellect (νοϝ-, 24, noetic = 理智的) |
οὗ | (副詞)哪裡 where (24) (參看 易混淆的詞形) |
παῖς, ὀ and ἡ, παιδός | 小孩 child; 僕人 servant (παιδ-, 24, pediatrics = 小兒科) |
πάρειμι | 在場、來到 I am present, I have come (παρα + εσ, 24), παρέσομαι, -, -, -, -, (παρήμην) |
παρουσία, ἡ, -ας | 臨到 presence, coming (παρουσια-, 24, Parousia = 基督再臨) |
πίμπλημι | 充滿、應驗 I fill, complete, fulfill (πλε-, 24), -, ἔπλησα, -, πέπλησμαι, ἐπλήσθην |
προσέχω | 注意、留心 I pay attention to, beware (προσ + σεχ-, 24), -, προσέσχον, προσέσχηκα, -, -, (προσεῖχον) |
σωτήρ, ὁ, -ῆρος | 救主 savior (σωτηρ-, 24) |
出現23次 (19x) | |
ἀμπελών, ὁ, -ῶνος | 葡萄園 vineyard (αμπελων-, 23) |
ἀνάγω | 主動:帶上、獻上 I lead up, offer up;關身:開船 I put to sea, set sail (αν + αγ-, 23), ἀνάξω, ἀνήγαγον, -, -, ἀνήχθην |
ἄπιστος, -ον | 不信的、不可信的 unbelieving, unbelievable (α + πιστο-, 23) |
διότι | (連接詞)因為 because (δια + οτι-, 23) |
εἰκών, ἡ, -όνος | 像、形像 image (εικον-, 23, icon = 聖像) |
ἐλεύθερος, -α, -ον | 自由的 free (ελευθερο/α-, 23) |
ζῷον, τό, -ου | 活物、牲畜 living creature, animal (ζωο-, 23, zoology = 動物學) |
θυσιαστήριον, τό, -ου | 祭壇、壇 altar (θυσιαστηριο-, 23) |
κατηγορέω | 控告 I accuse (κατηγορε-, 23, categorical = 斷言的), κατηγορήσω, κατηγόρησα, -, -, -, (κατηγόρουν) |
κοπιάω | 勞苦、困倦 I toil, am weary (κοπια-, 23), -, ἐκοπίασα, κεκοπίακα, -, - |
κωλύω | 禁止、攔阻 I forbid, hinder (κωλυ-, 23), -, ἐκώλυσα, -, -, ἐκωλύθην, (ἐκώλυον) |
μιμνῄσκομαι | 想起、記念 I remember, remind (μνη-, 23), μνήσω, ἔμνησα, μέμνηκα, μέμνημαι, ἐμνήσθην |
πεινάω | 飢餓 I hunger (πεινα-, 23), πεινάσω, ἐπείνασα, -, -, - |
πέραν | (副詞)另一邊 on the other side;(介繫詞)gen: beyond, across 渡過 (23) |
περιβάλλω | 穿、披 I put around, clothe (περι + βαλ-, 23), περιβαλῶ, περιέβαλον, -, περιβέβλημαι, - |
σκεῦος, τό, -ους | 器皿、東西 vessel, object; pl: goods (σκευεσ-, 23) |
τελειόω | 完成、完全 I complete, make perfect (τελειο-, 23), -, ἐτελείωσα, τετελείωκα, τετελείωμαι, ἐτελειώθην |
χαρίζομαι | ①白白賜給 I bestow, grant; ②赦免 I forgive (χαριδ-, 23), χαρίσομαι, ἐχαρισάμην, -, κεχάρισμαι, ἐχαρίσθην |
χιλιάς, ἡ, -άδος | 千 thousand (χιλιαδ-, 23, chiliasm = millenarianism 千禧年說) |
出現22次 (18x) | |
ἀγνοέω | 不知道 I do not know, am ignorant (αγνοε-, 22, agnostic = 不可知論者), -, ἠγνόησα, -, -, -, (ἠγνόουν) |
ἀντί | (介繫詞)gen: for, instead of 代替 (22, antiChrist = 敵基督) |
γρηγορέω | 儆醒 I keep watch, am awake (γρηγορε-, 22, Gregory), -, ἐγρηγόρησα, -, -, - |
δέομαι | 求、祈求 I beg, beseech, pray (δε-, 22), -, -, -, -, ἐδεήθην, (ἐδοῦμην) |
δοκιμάζω | 試驗、驗中 I test, examine, approve (δοκιματ-, 22), δοκιμάσω, ἐδοκίμασα, -, δεδοκίμασμαι, ἐδοκιμάσθην |
ἐκλέγομαι | 揀選 I pick out, choose (εκ + λεγ-, 22, lit. to speak out), -, ἐξελεξάμην, -, ἐκλέλεγμαι, -, (ἐξελεγόμην) |
ἐκλεκτός, -ή, -όν | 蒙揀選的 chosen, elect (εκλεκτο/η-, 22, eclectic = [自不同材料加以]選擇,折衷) |
θεάομαι | 看見、觀看 I behold, look on (θεα-, 22, theater = 戲院), -, ἐθεασάμην, -, τεθέαμαι, ἐθεάθην |
καθεύδω | 睡覺 I sleep (καθευδ-, 22), -, -, -, -, -, (ἐκάθευδον) |
κατεργάζομαι | 作成、產生 I work out, produce, do (κατ + εργατ-, 22), -, κατειργασάμην, -, κατείργασμαι, κατειργάσθην |
κοιλία, ἡ, -ας | 肚腹 belly, womb (κοιλια-, 22, coeliac = 腹腔的) |
μετάνοια, ἡ, -ας | 悔改、懊悔 repentance (μετανοια-, 22) |
μηκέτι | (副詞)不再 no longer (22) |
πληγή, ἡ, -ῆς | ①災 plague; ②擊打 blow, stripe; 傷口 wound (πληγη-, 22) |
πλοῦτος, ὁ, -ου | 財富、豐富 wealth, riches (πλουτο-, 22, plutocrat = 富豪) |
πωλέω | 賣 I sell (πωλε-, 22, monopoly = 壟斷), -, ἐπώλησα, -, -, -, (ἐπώλουν) |
συνέδριον, τό, -ου | 公會 council, sanhedrin (συνεδριο-, 22) |
τεσσεράκοντα | 四十 forty (22) [Indeclinable] (參看數字表) |
出現21次 (17x) | |
αὐξάνω | 生長、興旺 I cause to grow, increase (αυξα-, 21, auxiliary = 輔助的), αὐξήσω, ηὔξησα, -, -, ηὐξήθην, (ηὔξανον) |
βασιλεύω | 作王 I reign (βασιλευ-, 21), βασιλεύσω, ἐβασίλευσα, -, -, - |
διδασκαλία, ἡ, -ας | 教訓、道理 teaching, doctrine (διδασκαλια-, 21) |
ἐνεργέω | 發動、運行 I am at work, effective (εν + εργε-, 21, energy = 能量), -, ἐνήργησα, -, -, -, (ἐνήργουν) |
εὐδοκέω | 喜悅、以⋯為可喜的 I am well pleased, think it good (ευδοκε-, 21), -, εὐδόκησα or ηὐδόκησα, -, -, - |
ἐφίστημι | 站⋯旁、臨到、前來 I stand near, come upon, approach (επ + στα-, 21), -, ἐπέστην, ἐφέστηκα, -, ἐπεστάθην |
θερίζω | 收成 I reap (θεριτ-, 21), θερίσω or θεριῶ, ἐθέρισα, -, -, ἐθερίσθην |
καθίστημι | ①設立、指派 I set, appoint; ②成為 constitute (κατα + στα-, 21), καταστήσω, κατέστησα, -, καθέσταμαι, κατεστάθην |
λατρεύω | 事奉、禮拜 I serve, worship (λατρευ-, 21, Mariolatry = 聖母崇拜 worship of Mary), λατρεύσω, ἐλάτρευσα, -, -, - |
μνημονεύω | 記念、回想 I remember (μνημονευ-, 21, mnemonic = 助記的), -, ἐμνημόνευσα, -, -, -, (ἐμνημόνευον) |
πειρασμός, ὁ, -οῦ | 試探、試煉 temptation, trial (πειρασμο-, 21) |
στρέφω | 轉、回 I turn, return, change (στρεφ-, 21, strophe = 詩節), στρέψω, ἔστρεψα, -, ἔστραμμαι, ἐστράφην |
τελώνης, ὁ, -ου | 稅吏 tax collector (τελωνη-, 21) |
τιμάω | 尊重 I honor (τιμα-, 21, Timothy = honoring God), τιμήσω, ἐτίμησα, -, τετίμημαι, - |
ὑπακούω | 聽從 I obey (υπ + ακου-, 21), ὑπακούσω, ὑπήκουσα, -, -, -, (ὑπήκουον) |
χιλίαρχος, ὁ, -ου | 千夫長、將軍 military tribune, captain (χιλιαρχο-, 21, chiliarch) |
ὡσεί | (質詞)①如同 as, like, ②大約 about (21, ὡς + εἰ) |
出現20次 (19x) | |
αἰτία, ἡ, -ας | 緣故、罪名 cause, accusation (αιτια-, 20, etiology = 原因論、病源學) |
ἀκροβυστία, ἡ, -ας | 沒受割禮 uncircumcision (ακροβυστια-, 20) |
ἀργύριον, τό, -ου | 銀、錢 silver, money (αργυριο-, 20) |
γένος, τό, -ους | 族類、後裔、類別 race, offspring, kind (γενεσ-, 20, akin to genus 種) |
γονεύς, ὁ, -έως | 父母 parent (γονεϝ-, 20) |
ἑκατοντάρχης, ὁ, -ου | 百夫長 centurion (εκατονταρχ(η)-, 20, 亦拼為 ἑκατόνταρχος) |
ἐπίγνωσις, ἡ, -εως | (真)知識 (full) knowledge (επι + γνωσι-, 20) |
ἡγεμών, ὁ, -όνος | 巡撫、臣宰 governor, leader (ηγεμον-, 20, hegemony = 霸權) |
ἰχθύς, ὁ, -ύος | 魚 fish (ιχθυ-, 20, ichthyology = 魚類學) |
νηστεύω | 禁食 I fast (νηστευ-, 20), νηστεύσω, ἐνήστευσα, -, -, - |
νυνί | (副詞)現在、如今 now (20) |
ξύλον, τό, -ου | 木、樹、棒 wood, tree, wooden club (ξυλο-, 20, xylophone = 木琴) |
προάγω | ①帶、領 I lead forth; ②先⋯行 I go before (προ + αγ-, 20), προάξω, προήγαγον, -, -, -, (προῆγον) |
σκηνή, ἡ, -ῆς | 帳幕、會幕 tent, Tabernacle (σκηνη-, 20, scene = 場景 a setting in a play) |
σοφός, -ή, -όν | 聰明、智慧的 wise (σοφο/η-, 20, sophomore = [大學]二年級生 lit. a wise fool [μωρός]) |
τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτο | 這麼多、大 so great, so much (τοσ + ουτο/η-, 20) |
τρέχω | 奔跑 I run (τρεχ/δραμ-, 20), δραμοῦμαι, ἔδραμον, -, -, -, (ἔτρεχον) |
ὑπηρέτης, ὁ, -ου | 差役、幫手 attendant, assistant (υπηρετη-, 20, lit. under-rower [船艙下的]划槳者) |
ὑψόω | 舉起、升高 I lift up, exalt (υψο-, 20), ὑψώσω, ὕψωσα, -, -, ὑψώθην |
出現19次 (23x) | |
ἀπέχω | ①得到 I receive (in full); ②遠離 I am distant; ③關身:禁戒 I abstain, avoid (απ + σεχ-, 19), -, -, -, -, -, (ἀπεῖχον) |
βάπτισμα, τό, -ατος | 洗禮 baptism (βαπτισματ-, 19) |
γεωργός, ὁ, -οῦ | 農夫、栽培者 farmer (γεωργο-, 19, George) |
διακρίνω | 分辨、區分 I discern, distinguish;關身:疑惑、爭辯 I doubt, take issue (δια + κριν-, 19), -, διέκρινα, -, -, διεκρίθην, (διέκρινον) |
δῶρον, τό, -ου | 禮物、奉獻 gift, offering (δωρο-, 19, Theodore, Dorothy = gift of God) |
ἐπαίρω | 舉起 I lift up (επ + αρ-, 19), -, ἐπῆρα, ἐπῆρκα, -, ἐπήρθην |
ἐπάνω | (介繫詞)gen: above, over 在⋯上 (19, ἐπι + άνω) |
ἐπιλαμβάνομαι | 抓住 I take hold of, help (επι + λαβ-, 19), ἐπιλήψομαι, ἐπελαβόμην, -, -, - |
ἐπουράνιος, -ον | 天上的、屬天的 heavenly (επ + ουρανιο-, 19) |
κοινωνία, ἡ, -ας | 團契、分享、捐助 fellowship, sharing (κοινωνια-, 19) |
κρείττων, -ον | 更好的 better (κρειττον-, 19, 亦拼作 κρείσσων) |
κριτής, ὁ, -οῦ | 審判官 a judge (κριτη-, 19, critic = 評論家) |
κρύπτω | 隱藏 I conceal, hide (κρυπ-, 19, cryptic = 隱祕的), κρύψω, ἔκρυψα, -, κέκρυμμαι, ἐκρύβην |
κτίσις, ἡ, -εως | 創造、受造(之物) creation, creature (κτισι-, 19) |
μαρτύριον, τό, -ου | 見證、證據 testimony, witness, proof (μαρτυριο-, 19, martyrdom = 殉道) |
μεριμνάω | 憂慮、掛念 I am anxious, care (μεριμνα-, 19), μεριμνήσω, ἐμερίμνησα, -, -, - |
μήν, ὁ, μηνός | ①月 month (μην-, 19, menology = 月歷 a Greek Church calendar); ②(質詞)的確 indeed, surely |
παλαιός, -ά, -όν | 老、舊 old, ancient (παλαιο/α-, 19, paleology = 古物學) |
παράπτωμα, τό, -ατος | 過犯 trespass, transgression (παρα + πτωματ-, 19) |
παρατίθημι | 擺設 I set before;關身:交託 I entrust (παρα + θε-, 19), παραθήσω, παρέθηκα, -, -, παρετέθην |
πότε | (副詞)幾時 when? (19) (參看 易混淆的詞形) |
προφητεία, ἡ, -ας | 預言 prophecy (προφητεια-, 19) |
τέλειος, -α, -ον | 完全、成熟 complete, perfect, mature (τελειο/α-, 19) |
出現18次 (28x) | |
ἀληθῶς | 真實地 truly, really (18) |
ἀποκάλυψις, ἡ, -εως | 啟示、顯現 revelation (απο + καλυψι-, 18, apocalypse = 啟示) |
ἀπώλεια, ἡ, -ας | 滅亡、沉淪、枉費 destruction, waste (απωλεια-, 18) |
ἀριθμός, ὁ, -οῦ | 數目 number (αριθμο-, 18, arithmetics = 算術) |
βλασφημία, ἡ, -ας | 褻瀆、毀謗 blaspheme, slander (βλασφημια-, 18) |
δέησις, ἡ, -εως | 祈求、懇求 entreaty, request, petition (δεησι-, 18) |
δεσμός, ὁ, -οῦ | 鎖鍊、捆鎖 fetter, chain, bond (δεσμο-, 18) |
εἰσπορεύομαι | 進入 I enter, go in (εισ + πορευ-, 18), -, -, -, -, -, (εἰσεπορευόμην) |
ἐπιβάλλω | 放上、下手捉拿 I lay upon (επι + βαλ-, 18), ἐπιβαλῶ, ἐπέβαλον, -, -, -, (ἐπέβαλλον) |
ἐπιτρέπω | 准許 I allow, permit (επι + τρεπ-, 18), -, ἐπέτρεψα, -, -, ἐπετράπην |
θυμός, ὁ, -οῦ | 怒氣 wrath, fury, rage (θυμο-, 18) |
καταγγέλλω | 傳講 I proclaim, announce (κατα + αγγελ-, 18), -, κατήγγειλα, κατήγγελκα, -, κατηγγέλην, (κατήγγελλον) |
κατακρίνω | 定罪 I condemn (κατα + κριν-, 18), κατακρινῶ, κατέκρινα, -, κατακέκριμαι, κατεκρίθην |
κενός, -ή, -όν | 空的、徒然的 empty, vain (κενο/η-, 18, Kenosis = 虛己論) |
κληρονομέω | 承受 I inherit (κληρονομε-, 18), κληρονομήσω, ἐκληρονόμησα, κεκληρονόμηκα, -, - |
κοιμάομαι | 睡覺 I sleep (κοιμα-, 18, cemetery = 墓地 lit. sleeping chamber), -, -, -, κεκοίμημαι, ἐκοιμήθην |
κόπος, ὁ, -ου | 勞苦、麻煩 labor, trouble (κοπο-, 18) |
μήτι | (疑問質詞)豈 not? (18) (常常不翻譯,預期答案為「不」[No]) |
οἰκοδομή, ἡ, -ῆς | 建築、造就 building, edification (οικοδομη-, 18) |
παραχρῆμα | (副詞)立刻 immediately (18) |
ποιμήν, ὁ, -ένος | 牧人、牧師 shepherd, pastor (ποιμεν-, 18) (參看詞形變化表) |
πόλεμος, ὁ, -ου | 打仗、爭戰 war, battle, fight (πολευμο-, 18, polemics = 辯論) |
πολλάκις | (副詞)屢次、多次 often, many times (18) |
προστίθημι | 添加、又 I add, increase (προσ + θε-, 18), προσθήσω, προσέθηκα, -, -, προσετέθην, (προσετίθουν) |
πυλών, ὁ, -ῶνος | 門、門口 gate, entrance (πυλων-, 18, pylon = 塔門,標塔) |
τίκτω | 生產 I give birth to (τεκ-, 18), τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, -, ἐτέχθην, (ἔτικτον) |
φανερός, -ά, -όν | 明顯的 visible, plain, known (φανερο/α-, 18, theophany = 神的顯現) |
χρυσοῦς, -ῆ, -οῦν | 金的 golden (χρυσου/η-, 18, chrysanthemum = lit. golden flower 菊花) |
出現17次 (30x) | |
ἀνάγκη, ἡ, -ης | ①必須、勉強 necessity; ②艱難 calamity, hardship (αναγκη-, 17) |
ἀρέσκω | 討⋯喜悅 I please (αρε-, 17), ἀρέσω, ἤρεσα, -, -, -, (ἤρεσκον) |
ἄφεσις, ἡ, -εως | 赦免、豁免、釋放 forgiveness, remission, release (αφεσι-, 17) |
βρῶμα, τό, -ατος | 食物 food (βρωματ-, 17) |
ἑκατόν | 百 hundred (17) [Indeclinable] (參看數字表) |
ἐλέγχω | 責備、指證 I reprove, convict (ελεγχ-, 17, elenchus = 辯駁), ἐλέγξω, ἤλεγξα, -, -, ἠλέγχθην |
ἐξίστημι | 驚奇、癲狂 I amaze, am amazed, out of mind (εκ + στα-, 17), ἐκστήσω, ἐξέστησα or ἐξέστην, ἐξέστακα, -, -, (ἐξιστάμην) |
ἐπαύριον | (副詞)次日 the next day, tomorrow (17) |
ἕτοιμος, -η, -ον | 預備好的 ready, prepared (ετοιμο/η-, 17) |
θησαυρός, ὁ, οῦ | 財寶、寶庫 treasure, treasury (θησαυρο-, 17, thesaurus = 同義詞庫) |
ἵππος, ὁ, -ου | 馬 horse (ιππο-, 17, hippopotamus = 河馬 lit. a river-horse) |
καταλύω | ①拆毀、廢掉 I destroy, abolish; ②住宿 I lodge (κατα + λυ-, 17, catalyze = 催化), καταλύσω, κατέλυσα, -, -, κατελύθην |
κατέχω | ①持守、擁有 I hold fast; ②攔阻、留下 hold back (κατ + σεχ-, 17), -, κατέσχον, -, -, -, (κατεῖχον) |
κερδαίνω | 得到、賺得 I gain (κερδα-, 17), κερδήσω, ἐκέρδησα or ἐκέρδανα, -, -, ἐκερδήθην |
κρυπτός, -ή, -όν | 隱密的、暗暗的 hidden, secret (κρυπτο/η-, 17, cryptic = 隱祕的) |
μέχρι | (連接詞)until 直到; (介繫詞)gen: till, to the point of 到⋯地步 (17) (亦拼為 μέχρις) |
νίπτω | 洗 I wash (νιπ-, 17), -, ἔνιψα, -, -, - |
περιτέμνω | 行割禮 I circumcise (περι + τεμ-, 17), περιτεμῶ, περιέτεμον, περιτέτμηκα, περιτέτμημαι, περιετμήθην |
πλήρης, -ες | 充滿的 full (πληρεσ-, 17) |
πλήρωμα, τό, -ατος | 滿、豐盛 fulness (πληρωματ-, 17) |
πλησίον, ὁ | ①(名詞)neighbor 鄰舍 [Indeclinable]; ②(介繫詞)gen: near 靠近 (17) |
ποταμός, ὁ, -οῦ | 河、急流 river, stream, torrent (ποταμο-, 17, hippopotamus = 河馬 lit. a river-horse) |
ῥίζα, ἡ, -ης | 根 root (ριζα-, 17, rhizome = 根莖) |
ῥύομαι | 搭救 I rescue, deliver (ρυ-, 17), ῥύσομαι, ἐρ(ρ)υσάμην, -, -, ἐρ(ρ)ύσθην |
ταράσσω | 攪擾 I disturb, trouble (ταραχ-, 17), ταράξω, ἐτάραξα, -, τετάραγμαι, ἐταράχθην, (ἐτάρασσον) |
ὑποκριτής, ὁ, -οῦ | 假冒為善的人 hypocrite (υπο + κριτη-, 17) |
ὑπομένω | ①忍耐 I endure; ②逗留 I tarry (υπο + μεν-, 17), ὑπομενῶ, ὑπέμεινα, ὑπομεμένηκα, -, -, (ὑπέμενον) |
χάρισμα, τό, -ατος | 恩賜 gift (χαρισματ-, 17, charisma = 魅力) |
ὦ | (感嘆詞)唉 O! Oh! (17) (參看 易混淆的詞形) |
ὡσαύτως | (副詞)照樣 likewise (17) |
出現16次 (39x) | |
ἀθετέω | 棄絕、廢棄 I reject, annul (αθετε-, 16), ἀθετήσω, ἠθετήσα, -, -, - |
ἀνακρίνω | 考查、評斷 I examine (ανα + κριν-, 16), -, ἀνέκρινα, -, -, ἀνεκρίθην |
γάμος, ὁ, -ου | 婚姻、婚禮 marriage, wedding (γαμο-, 16, monogamy = 一夫一妻制) |
δεῖπνον, τό, -ου | 晚餐、筵席 supper, meal, banquet (δειπνο-, 16) |
δέσμιος, ὁ, -ου | 囚犯 prisoner (δεσμιο-, 16) |
δηνάριον, τό, -ου | 得拿利 denarius (δηναριο-, 16) |
διαλογίζομαι | 思想、議論 I ponder, reason, discuss (δια + λογιδ-, 16), -, -, -, -, -, (διελογιζόμην) |
διατάσσω | 吩咐、安排 I command, arrange (δια + ταγ-, 16), διατάξομαι, διέταξα, διατέταχα, διατέταγμαι, διετάχθην or διετάγην |
διψάω | 口渴 I thirst (διψα-, 16, dipsomania = 酗酒狂), διψήσω, ἐδιψήσα, -, -, - |
ἐκτείνω | 伸(手) I stretch forth (εκ + τειν-, 16), ἐκτενῶ, ἐξέτεινα, ἐκτέτακα, ἐκτέταμαι, ἐξετάθην, (ἐξέτεινον) |
ἐκχέω | 倒出、流(血) I pour out, shed (εκ + χε-, 16), ἐκχεῶ, ἐξέχεα, ἐκκέχυκα, ἐκκέχυμαι, ἐξεχύθην, (ἐξεχέον) |
ἐμβαίνω | 上(船) I embark, step in (a boat) (εν + βα-, 16), -, ἐνέβην, -, -, - |
ἔπειτα | (副詞)然後、以後 then, afterwards (16) |
ἐπιθυμέω | 渴望、貪戀 I desire, lust, covet (επι + θυμε-, 16), ἐπιθυμήσω, ἐπεθύμησα, -, -, -, (ἐπεθύμουν) |
ἐπιμένω | 停留 I continue, remain (επι + μεν-, 16), ἐπιμενῶ, ἐπέμεινα, -, -, -, (ἐπέμενον) |
ἐργάτης, ὁ, -ου | 工人 worker (εργατη-, 16) |
εὐλογία, ἡ, -ας | 福、頌讚 blessing, praise (ευλογια-, 16) |
ζῆλος, ὁ, -ου | 熱心、嫉妒 zeal, jealousy (ζηλο-, 16) |
κακῶς | (副詞)極為、錯誤地 badly, wrongly (16) |
κατέρχομαι | 下來、下去 I come/go down (κατ + ερχ/ελευθ-, 16), -, κατῆλθον, -, -, - |
κλείω | 關閉 I shut, close (κλει-, 16), κλείσω, ἔκλεισα, -, κέκλεισμαι, ἐκλείσθην |
κλέπτης, ὁ, -ου | 賊、小偷 thief (κλεπτη-, 16, kleptomania 偷竊癖) |
λύπη, ἡ, -ης | 憂愁 grief, pain, anguish (λυπη-, 16) |
νυμφίος, ὁ, -ου | 新郎 bridegroom (νυμφιο-, 16, nuptial = 婚姻的) |
οὐδέποτε | (副詞)從未、永不 never (16) |
πάθημα, τό, -ατος | ①苦難 suffering; ②情慾 passion (παθηματ-, 16, pathology 病理學) |
παρέχω | 提供 I provide, grant (παρ + σεχ-, 16), -, παρέσχον, -, -, -, (παρεῖχον) |
περισσότερος, -α, -ον | 更多 more (16) (這是περισσός的比較級) |
προσδοκάω | 等候、指望 I wait for, expect (προσ + δοκα-, 16), προσδοκήσω, προσεδόκησα, -, -, -, (προσεδόκων) |
σκοτία, ἡ, -ας | 黑暗 darkness (σκοτια-, 16) |
συκῆ, ἡ, -ῆς | 無花果樹 fig tree (συκη-, 16, sycophant = 阿諛者 lit. a fig-shower) |
συλλαμβάνω | 拿住、懷孕、幫助 I seize, conceive, help (συν + λαβ-, 16), συλλήμψομαι, συνέλαβον, συνείληφα, -, συνελήμφθην |
συνίστημι | ①舉薦、稱許、顯明 I commend, recommend, demonstrate; ②同站一起 I stand with (συν + στα-, 16), -, συνέστησα, συνέστηκα, -, συνεστάθην |
σφραγίς, ἡ, -ῖδος | 印記 seal (σωραγιδ-, 16, sphragistics = 印章學 the science of seals) |
τέρας, τό, -ατος | 奇事 wonder, marvel (τερατ-, 16) |
τολμάω | 勇敢 I dare, am bold (τολμα-, 16), τολμήσω, ἐτόλμησα, -, -, -, (ἐτόλμων) |
τροφή, ἡ, -ῆς | 食物 food, nourishment (τροφη-, 16, atrophy = wasting due to malnutrition 營養不良的萎縮) |
ὑστερέω | 缺欠、不如 I lack, am inferior (υστερε-, 16), ὑστερήσω, ὑστέρησα, ὑστέρηκα, ὑστέρημαι, ὑστερήθην |
χορτάζω | 飽足 I feed, satisfy (χορταδ-, 16), -, ἐχόρτασα, -, -, ἐχορτάσθην |
出現15次 (42x) | |
ἀνέχομαι | 容忍 I endure, put up with (αν + σεχ-, 15, lit. to hold oneself back), ἀνέξομαι, ἀνεσχόμην, -, -, - |
ἀνομία, ἡ, -ας | 不法 lawlessness (α + νομια-, 15) |
ἀπάγω | 帶走、領去 I lead away (απ + αγ-, 15), -, ἀπήγαγον, -, -, ἀπήχθην |
γεύομαι | 嚐、吃 I taste, eat, experience (γευ-, 15, disgust = to offend the taste of), γεύσομαι, ἐγευσάμην, -, -, - |
γνωστός , -ή, -όν | 知道的、認識的 known, acquaintance (γνωστο/η-, 15) |
γυμνός, -ή, -όν | 赤身的 naked, bare, uncovered (γυμνο/η-, 15, gymnasium 健身房) |
δέρω | 打 I beat, strike, whip (δερ/δαρ-, 15), δερῶ, ἔδειρα, -, δέδαρμαι, ἐδάρην, (ἔδερον) |
διαμαρτύρομαι | 鄭重見證、囑咐 I solemnly testify, charge, warn (δια + μαρτυρ-, 15), διαμαρτυροῦμαι, διεμαρτυράμην, -, -, -, (διεμαρτυρόμην) |
εἶτα | (副詞)然後、以後 then, afterwards (15) |
ἐλαία, ἡ, -ας | 橄欖樹 olive tree (ελαια-, 15) |
ἐντέλλομαι | 吩咐 I command (εν + τελ-, 15), ἐντελοῦμαι, ἐνετειλάμην, -, ἐντέταλμαι, - |
ἐπαγγέλλομαι | 應許、自稱 I promise, profess (επ + αγγελ-, 15), -, ἐπηγγειλάμην, -, ἐπήγγελμαι, - |
εὐσέβεια, ἡ, -ας | 敬虔 piety, godliness (ευσεβεια-, 15, Eusebius 優西比) |
εὐχαριστία, ἡ, -ας | 感謝 thanksgiving (ευχαριστια-, 15) |
θεμέλιος, ὁ, -ου | 根基 foundation (θεμελιο-, 15) |
θρίξ, ἡ, τριχός | 髮、毛 hair, thread (τριχ-, 15) (θρίξ, τριχός, -, τρίχα, τρίχες, τριχῶν, θριξίν, τρίχας) |
καταλαμβάνω | 拿到、追上 I take hold of, obtain, overtake;關身:領會 apprehend (κατα + λαβ-, 15), -, κατέλαβον, κατείληφα, κατείλημμαι, κατελήμφθην |
κληρονόμος, ὁ, -ου | 繼承人、後嗣 heir (κληρονομο-, 15) |
κτίζω | 創造 I create (κτιδ-, 15), -, ἔκτισα, -, ἔκτισμαι, ἐκτίσθην |
μοιχεύω | 犯姦淫 I commit adultery (μοιχευ-, 15), μοιχεύσω, ἐμοίχευσα, -, -, ἐμοιχεύθην |
νήπιος, ὁ, -ου | 嬰兒、孩童 infant, child, minor (νηπιο-, 15) |
ξηραίνω | 枯乾 I dry up, wither (ξηραν-, 15, xerophite = 旱生植物), ξηρανῶ, ἐξήρανα, -, ἐξήραμμαι, ἐξηράνθην |
ὅθεν | (關係副詞)從那裡、從此 from where, therefore (15, ὅς + θεν) |
οἰκουμένη, ἡ, -ης | 天下、世界 inhabited earth, world (οικουμενη-, 15, ecumenical 普世基督教會的) |
ὁμοιόω | 好比、像 I make like, liken (ομοιο-, 15), ὁμοιώσω, ὡμοίωσα, -, ὡμοίωμαι, ὡμοιώθην |
παρθένος, ἡ, -ου | 童女、童身 virgin, maiden (παρθενο-, 15, parthenogenesis = 單性生殖) |
παύω | 停止 I stop, cease (παυ-, 15), παύσω, ἔπαυσα, -, πέπαυμαι, ἐπαύθην or ἐπάην, (ἔπαυον) |
πέτρα, ἡ, -ας | 磐石 rock (πετρα-, 15, petrify = 石化) |
ποτίζω | 使喝、澆灌 I give drink, water (ποτιδ-, 15, potion = 飲劑), ποτιῶ, ἐπότισα, πεπότικα, πεπότισμαι, ἐποτίσθην, (ἐπότιζον) |
προλέγω | 事先說、先前說 I say beforehand, foretell (προ + λεγ/ϝερ/ϝιπ-, 15), προερῶ, προεῖπον or προεῖπα, προείρηκα, προείρημαι, -, (προέλεγον) |
πως | (副詞)或者 somehow, in some way, perhaps (15) (參看 易混淆的詞形) |
ῥαββί, ὁ | 拉比 rabbi (15) [Indeclinable] |
σαλεύω | 搖動 I shake, agitate (σαλευ-, 15), σαλεύσω, ἐσάλευσα, -, σεσάλευμαι, ἐσαλεύθην |
συμφέρω | ①拿到一處 I bring together; ②有益 it is profitable, better (συν + φερ-, 15), -, συνήνεγκα, -, -, -, (συνέφερον) |
σκάνδαλον, τό, -ου | 絆腳石 stumbling block, offense (σκανδαλο-, 15, scandal = 醜聞) |
σφραγίζω | 蓋印、封印 I seal (σφραγιδ-, 15), σφραγιῶ, ἐσφράγισα, -, ἐσφράγισμαι, ἐσφραγίσθην |
ταχέως | quickly (15, tachygraphy = 速記法) (比較級τάχιον,最高級τάχιστα) |
τράπεζα, ἡ, -ης | 桌子、筵席 table (τραπεζα-, 15, trapeze = 高空鞦韆) |
τύπος, ὁ, -ου | 痕、樣式、榜樣 mark, pattern, example (τυπο-, 15, type = 樣式/預表) |
ὑπακοή, ἡ, -ῆς | 順服 obedience (υπακοη-, 15) |
χόρτος, ὁ, -ου | 草 grass, hay (χορτο-, 15) |
ὠφελέω | 有益 I benefit, profit (ωφελε-, 15), ὠφελήσω, ὠφέλησα, -, -, ὠφελήθην |
出現14次 (48x) | |
ἄκανθα, ἡ, -ης | 荊棘 thorn (ακανθα-, 14) |
ἀλλότριος, -α, -ον | 別人、外人 another's, strange, foreign (αλλοτριο/α-, 14) |
ἀμφότεροι, -αι, -α | 兩個 both, all (αμφοτερο/α-, 14, amphibian 兩棲類) |
ἀναγγέλλω | 告訴、報告 I tell, report, announce (αν + αγγελ-, 14), ἀναγγελῶ, ἀνήγγειλα, ἀνήγγελκα, -, ἀνηγγέλην, (ἀνήγγελλον) |
ἀνάκειμαι | 坐席 I recline (at meals) (ανα + κει-, 14), -, -, -, -, -, (ἀνεκείμην) |
ἀναχωρέω | 離開、退去 I depart, withdraw (ανα + χωρε-, 14), -, ἀνεχώρησα, ἀνακεχώρηκα, -, - |
ἀνθίστημι | 抗拒、抵擋 I resist, oppose (αντι + στα-, 14), -, ἀνέστην, ἀνθέστηκα, -, ἀντεστάθην |
ἅπαξ | (副詞)一次 once, once for all (14, Hapax legomena [ἅπαξ λεγόμενον] 只出現過一次的詞) |
ἀπειθέω | 不信、不順服 I disbelieve, disobey (απειθε-, 14), -, ἠπείθησα, -, -, -, (ἠπείθουν) |
ἁρπάζω | 抓住、奪去 I seize, snatch away (αρπαδ-, 14, harpoon = 魚叉), ἁρπάσω, ἥρπασα, ἥρπακα, -, ἡρπάσθην or ἡρπάσγην |
ἀτενίζω | 定睛看 I look intently, gaze (ατενιδ-, 14), -, ἠτένισα, -, -, - |
αὔριον | (副詞)明天 tomorrow (14) |
ἀφίστημι | 離開、離棄 I depart, apostatize (απο + στα-, 14), ἀποστήσω, ἀπέστησα or ἀπέστην, -, -, - |
γράμμα, τό, -ατος | 字母、經書、學問 letter (of the alphabet), writing, learning (γραμματ-, 14, grammar = 文法) |
διαλογισμός, ὁ, -οῦ | 意念、爭論 thought, opinion, discussion (διαλογισμο-, 14, dialogue = 對話) |
ἕκτος, -η, -ον | 第六 sixth (εκτο/η-, 14) (參看數字表) |
ἐλάχιστος, -η, -ον | 最小的 least (ελαχιστο/η-, 14) (the superative of μικρός) |
ἐνιαυτός, ὁ, -οῦ | 年 year (ενιαυτο-, 14) |
ἐπίσταμαι | 明白、知道 I understand, know (επι + στα-, 14, epistemology 認識論), -, -, -, -, -, (ἠπιστάμην) |
εὐφραίνω | 歡樂 I rejoice, cheer, be merry (ευφραν-, 14), εὐφρανῶ, εὔφρανα or ηὔφρανα, -, -, εὐφράνθην, (εὔφραινον) |
θύω | 獻祭、宰殺 I sacrifice, slaughter (θυ-, 14, thyme = 百里香), θύσω, ἔθυσα, τέθυκα, τέθυμαι, ἐτύθην, (ἔθυον) |
κατανοέω | 觀看、思想 I observe, consider (κατα + νοε-, 14), κατανοήσω, κατενόησα, -, -, -, (κατενόουν) |
κατεσθίω | 吞吃 I eat up, devour (κατ + εσθι-, 14), καταφάγομαι, κατέφαγον, -, -, - |
κλάω | 擘餅 I break (bread) (κλα-, 14, iconoclast = 反對聖像崇拜者 a breaker of images), κλάσω, ἔκλασα, -, κέκλασμαι, ἐκλάσθην |
κληρονομία, ἡ, -ας | 產業、基業 inheritance (κληρονομια-, 14) |
κοινός, -ή, -όν | 共同的、俗的 common, unclean (ceremonially) (κοινο/η-, 14, Koine Greek 希臘通用語) |
κοινόω | 變俗、污穢 I make common, defile (κοινο-, 14), -, ἐκοίνωσα, κεκοίνωκα, κεκοίνωμαι, - |
κωφός, -ή, -όν | 聾、啞 deaf, mute (κωφο/η-, 14) |
λύχνος, ὁ, -ου | 燈 lamp (λυχνο-, 14) |
μακρόθεν | (副詞)遠遠地 from afar, afar (14) |
μακροθυμία, ἡ, -ας | 忍耐 long-suffering, patience (μακροθυμια-, 14) |
μερίζω | 分給 I divide (μεριδ-, 14), μερίσω or μεριῶ, ἐμέρισα, μεμέρικα, μεμέρισμαι, ἐμερίσθην |
μέτρον, τό, -ου | ①尺、量器;②尺寸、身量 measure (μετρο-, 14, meter = 測量計) |
μύρον, τό, -ου | 香膏 ointment (μυρο-, 14, myrrh = 沒藥) |
νοέω | 明白、思想 I understand, consider (νοε-, 14, noetic = 理智的), νοήσω, ἐνόησα, νενόηκα, -, - |
ξένος, -η, -ον | 外來的、陌生的 strange, foreign (ξενο/η-, 14, xenophobia = 仇外/懼外症) |
οἷος, -α, -ον | (相關代名詞)如同、怎樣的 such as, what kind of (οιο/α-, 14) |
ὄφις, ὁ, -εως | 蛇 serpent, snake (οφι-, 14, ophiolatry = snake worship 拜蛇) |
ὀψία, ἡ, -ας | 傍晚 evening (οψια-, 14) |
πετεινόν, τό, -οῦ | 飛鳥 bird (πετεινο-, 14) |
προσδέχομαι | ①接待 I receive; ②等候 wait for (προσ + δεχ-, 14), προσδέξομαι, προσεδεξάμην, -, -, προσεδέχθην, (προσεδεχόμην) |
σεισμός, ὁ, -οῦ | 地震 earthquake (σεισμο-, 14, seismograph = 地震儀) |
σῖτος, ὁ, -ου | 麥子、糧食 wheat, grain (σιτο-, 14, parasite = 寄生蟲 one sitting by another's food) |
τάλαντον, τό, -ου | 他連得 talent (ταλαντο-, 14) |
ταπεινόω | 降卑 I humble (ταπεινο-, 14), ταπεινώσω, ἐταπείνωσα, -, τεταπείνωμαι, ἐταπεινώθην |
φρόνιμος, -η, -ον | 聰明的 wise, prudent (φρονιμο-, 14) |
φύσις, ἡ, -εως | 本性、天生 nature (φυσι-, 14, physics = 物理) |
χωλός, -ή, -όν | 瘸腿的 lame, crippled (χωλο/η-, 14) |
出現13次 (35x) | |
ἀνά | (介繫詞)acc: ①up, up to; ②each, apiece 各 (13) |
ἀναλαμβάνω | 拿起、接走 I take up, receive up (ανα + λαβ-, 13), ἀναλήψομαι, ἀνέλαβον, ἀνείληφα, -, ἀνελήμφθην |
ἀναστροφή, ἡ, -ῆς | 行為、品行 conduct, lifestyle (αναστροφη-, 13) |
ἄνωθεν | (副詞)①從上、從頭 from above, from the beginning; ②重新 again, anew (13) |
δαιμονίζομαι | 鬼附 I am demon possessed (δαιμονιδ-, 13), -, -, -, -, ἐδαιμονίσθην |
διαλέγομαι | 講論、爭辯 I discourse, dispute (δια + λεγ-, 13), -, διελεξάμην, -, -, διελέχθην, (διελεγόμην) |
διαφέρω | ①帶著 I carry; ②分別、勝於 I differ, am superior (δια + φερ/οι/ενεχ-, 13), διοίσω, διήνεγκα, -, -, -, (διέφερον) |
δράκων, ὁ, -οντος | 龍 dragon (δρακοντ-, 13) |
ἐκπλήσσω | 希奇 I am astonished, amazed (εκ + πλαγ-, 13), -, ἐξέπληξα, -, -, ἐξεπλάγην, (ἐξέπλησσον) |
ἐλεημοσύνη, ἡ, -ης | 施捨(物)、賙濟 alms (ελεημοσυνη-, 13, eleemosynary = 慈善的) |
ἐμπαίζω | ①戲弄 I mock; ②愚弄 I trick (εν + παιγ-, 13), ἐμπαίξω, ἐνέπαιξα, ἐμπέπαιχα, -, ἐνεπαίχθην, (ἐνέπαιζον) |
ἕξ | 六 six (13, hexagon = 六角形) [Indeclinable] (參看數字表) |
ἐξαποστέλλω | 差遣、打發 I send forth, send away (εξ + απο + στελ-, 13), ἐξαποστελῶ, ἐξαπέστειλα, ἐξαπέσταλκα, -, ἐξαπεστάλην |
ἔξωθεν | (副詞)從外面 from outside;(介繫詞)gen: outside of 在⋯外 (13) |
ἐπιζητέω | 尋找、尋求 I search, seek for (επι + ζητε-, 13), ἐπιζητήσω, ἐπεζήτησα, -, -, ἐπεζητήθην, (ἐπεζήτουν) |
ζύμη, ἡ, -ης | 麵酵 leaven, yeast (ζυμη-, 13, enzyme = 酵素) |
θερισμός, ὁ, -οῦ | 莊稼、收成 harvest (θερισμο-, 13) |
καθάπερ | (連接詞)如同 as, just as (13) |
καπνός, ὁ, -οῦ | 煙 smoke (καπνο-, 13) |
καταισχύνω | 羞愧 I put to shame (κατα + αισχυν-, 13), -, -, -, κατῄσχυμμαι, κατῃσχύνθην, (κατῄσχυνον) |
καταντάω | 到達 I come to, arrive (κατα + ντα-, 13), καταντήσω, κατήντησα, κατήντηκα, -, - |
καταρτίζω | ①復原、修補 I restore, mend; ②預備、成全 prepare (κατα + ερτιδ-, 13), καταρτίσω, κατήρτισα, -, κατήρτισμαι, κατηρτίσθην |
κλέπτω | 偷竊 I steal (κλεπ-, 13, kleptomania 偷竊癖), κλέψω, ἔκλεψα, -, κέκλεμμαι, ἐκλάπην |
παιδεύω | ①教育 I instruct, train; ②管教、責罰 discipline, chastise (παιδευ-, 13), παιδεύσω, ἐπαίδευσα, -, πεπαίδυμαι, ἐπαιδεύθην, (ἐπαίδευον) |
παιδίσκη, ἡ, -ης | 使女 maid servant (παιδισκη-, 13) |
παράδοσις, ἡ, -εως | 遺傳、傳統 tradition (παραδοσι-, 13) |
πρίν | (連接詞)在⋯之前 before (13) |
στηρίζω | 堅固 I establish, strengthen (στηριγ-, 13), στηρίξω or στηριῶ, ἐστήριξα or ἐστήρισα, -, ἐστήριγμαι, ἐστηρίχθην |
συνεργός, ὁ, -οῦ | 同工 fellow-worker (συνεργο-, 13, synergism 神人協力合作說) |
ταχύς, -εῖα, -ύ | 快 quick, swift (ταχυ/ταχεια-, 13, tachygraphy = 速記法) |
τίμιος, -α, -ον | 寶貴的、敬重的 precious, honorable (τιμιο/α-, 13) |
τρόπος, ὁ, -ου | 方式 manner, way (τροπο-, 13, trope = 借喻) |
τύπτω | ①打 I strike, beat; ②傷害 I wound (τυπ-, 13, tympanum = 耳膜), -, ἔτυψα, -, -, -, (ἔτυπτον) |
ὕψιστος, -η, -ον | 至高的 highest, Most High (υψιστο/η-, 13) |
χωρίζω | 主動:分開 I separate;被動:離開 depart (χωριδ-, 13), χωρίσω, ἐχώρισα, -, κεχώρισμαι, ἐχωρίσθην |
出現12次 (62x) | |
ἄδικος, -ον | 不義的 unjust, unrighteous (α + δικο-, 12) |
ἀλέκτωρ, ὁ, -ορος | 公雞 rooster, cock (αλεκτορ-, 12) |
ἀναπαύω | 主動:暢快 I refresh;關身:安歇 I rest (ανα + παυ-, 12), ἀναπαύσω, ἀνέπαυσα, -, ἀναπέπαυμαι, ἀνεπάην or ἀνεπαύθην |
ἀναπίπτω | 坐席、斜倚 I recline, fall back (ανα + πετ-, 12), ἀναπεσοῦμαι, ἀνέπεσον or ἀνέπεσα, -, -, - |
ἀσκός, ὁ, -οῦ | 皮袋 wineskin, leather bottle (ασκο-, 12) |
αὐλή, ἡ, -ῆς | 院子、羊圈 courtyard, court, sheepfold (αυλη-, 12) |
βαπτιστής, ὁ, -οῦ | 施洗者 baptist (βαπτιστη-, 12) |
βασανίζω | 使痛苦、折磨 I torment (βασανιδ-, 12), βασανίσω or βασανιῶ, ἐβασάνισα, -, -, ἐβασανίσθην, (ἐβασάνιζον) |
βῆμα, τό, -ατος | ①審判座 judgment seat; ②步伐 step (βηματ-, 12, bema = 教堂中之高座) |
βοάω | 喊叫 I shout, cry out (βοα-, 12), βοήσω, ἐβόησα, -, -, -, (ἐβόων) |
βουλή, ἡ, -ῆς | 旨意、計謀 purpose, counsel, decision (βουλη-, 12) |
βροντή, ἡ, -ῆς | 雷 thunder (βροντη-, 12, brontosaurus = lit. thunder-lizard 雷龍) |
γέεννα, ἡ, -ης | 地獄 hell, Gehenna (γεεννα-, 12) |
γόνυ, τό, -ατος | 膝 knee (γονϝ/γονατ-, 12) |
δεῦτε | (感嘆詞)來吧 come! (12) (當 δεῦρο 的複數使用) |
διάνοια, ἡ, -ας | 意念 mind, intellect, understanding (διανοια-, 12) |
δίκτυον, τό, -ου | 網 net, fishnet (δικτυο-, 12) |
ἔθος, τό, -ους | 規矩、條例 custom, habit (εθεσ-, 12, ethics = 倫理學) |
ἐμβλέπω | 注視 I gaze attentively (εν + βλεπ-, 12), ἐμβλέψω, ἐνέβλεψα, -, -, -, (ἐνέβλεπον) |
ἐξάγω | 領出、帶出 I lead out, bring out (εξ + αγ-, 12), ἐξάξω, ἐξήγαγον, -, -, ἐξήχθην |
ἔσωθεν | (副詞)從裡面 from within, inside, inwardly (12) |
καίω | 主動:使燃 I light, kindle;關身:燒著 I burn (καϝ-, 12, caustic = 腐蝕性的), καύσω, ἔκαυσα, -, κέκαυμαι, ἐκαύθην |
κάλαμος, ὁ, -ου | 蘆葦、葦子 reed, staff, measuring rod, reed-pen (καλαμο-, 12, calamus = 蘆笛) |
κατακαίω | 燒盡 I burn up (κατα + καϝ-, 12), κατακαύσω, κατέκαυσα, -, -, κατεκάην or κατεκαύθην, (κατέκαιον) |
κατάκειμαι | ①躺臥 I lie down;②坐席 I recline (at meals) (κατα + κει-, 12), κατακείσομαι, -, -, -, -, (κατεκείμην) |
κολλάω | 連合、貼近 I join, cling to (κολλα-, 12, colloid = 膠質), -, ἐκόλλησα, κεκόλληκα, κεκόλλημαι, ἐκολλήθην |
κράτος, τό, -ους | 大能、權能 power, might, dominion (κρατεσ-, 12, democracy = 民主政治 rule by people) |
λίαν | (副詞)非常、極其 very, exceedingly (12) |
λιμός, ὁ and ἡ, -οῦ | 飢餓、饑荒 hunger, famine (λιμο-, 12, limosis = 極度飢餓 excessive hunger) |
λυχνία, ἡ, -ας | 燈臺 lampstand (λυχνια-, 12) |
μάλιστα | (副詞)特別、更是 especially, most of all (12) |
μεταβαίνω | 離開、移動 I depart, move on (μετα + βα-, 12), μεταβήσομαι, μετέβην, μεταβέβηκα, -, - |
μωρός, -ά, -όν | 愚拙、無知的 foolish (μωρο/η-, 12, sophomore = [大學]二年級生 lit. a wise fool) |
ὀδούς, ὁ, -όντος | 牙齒 tooth (οδοντ-, 12, odontology 牙科學) |
οἰκοδεσπότης, ὁ, -ου | 家主 householder (οικο + δεσποτη-, 12) |
ὅραμα, τό, -ατος | 異象 vision, sight (οραματ-, 12, panorama = a complete view 全景) |
ὅριον, τό, -ου | 邊界、境界 border, territory (οριο-, 12) |
παραιτέομαι | ①請求 I ask, request; ②推辭 make excuse, refuse, reject (παρα + αιτε-, 12), -, παρῃτησάμην, -, παρῃτημαι, -, (παρῃτούμην) |
περισσοτέρως | (副詞)更多 more, especially, extremely (12) |
πιάζω | 抓握、捉拿 I grasp, seize, catch (πιαδ-, 12), -, ἐπίασα, -, -, ἐπιάσθην |
πληθύνω | 增多 I multiplly (πληθυν-, 12), πληθυνῶ, ἐπλήθυνα, -, -, ἐπληθύνθην, (ἐπλήθυνον) |
πλουτέω | 富足 I am rich (πλουτε-, 12), πλουτήσω, ἐπλούτησα, πεπλούτηκα, -, - |
πόρνη, ἡ, -ης | 娼妓、淫婦 prostitute, harlot (πορνη-, 12, pornography = 色情[書畫]) |
πρόθεσις, ἡ, -εως | ①陳設 setting forth, presentation; ②旨意 purpose, plan (προθεσι-, 12) |
προσλαμβάνω | 接納、拿取 I receive, take, partake (food) (προσ + λαβ-, 12), παραλήμψομαι, προσέλαβον, προσείληφα, -, - |
πρωΐ | (副詞)早晨、清早 in the morning, early morning (12) |
πυνθάνομαι | 查問 I inquire; 得知 I learn (by inquiry) (πυθ-, 12), -, ἐπυθόμην, -, -, -, (ἐπυνθανόμην) |
πῶλος, ὁ, -ου | 驢駒 colt (πωλο-, 12) |
ῥάβδος, ἡ, -ου | 杖、權杖 staff, rod, scepter (ραβδο-, 12, rhabdomancy = 棍卜 divination by rods) |
σαλπίζω | 吹號 I sound a trumpet (σαλπιδ-, 12), σαλπίσω, ἐσάλπισα, -, -, - |
σπλαγχνίζομαι | 憐憫、動了慈心 I have compassion (σπλαγχνιδ-, 12, splanchnic = 內臟的), -, -, -, -, ἐσπλαγχνίσθην |
σπουδή, ἡ, -ῆς | 急忙 haste; 殷勤 diligence, earnestness (σπουδη-, 12) |
συνέχω | 迫使、推擠 I constrain, crowd (συν + σεχ-, 12), συνέξω, συνέσχον, -, -, συνεσχέθην, (σύνειχον) |
τρίς | (副詞)三次 thrice, three times (12) |
τυγχάνω | 得到 I obtain; 遇上 happen (τυχ-, 12), τεύξω, ἔτυχον, τέτυχα, -, -, (ἐτύγχανον) |
ὑγιαίνω | 健全、純正 I am healthy, sound (υγιαν-, 12), -, -, -, -, - |
ὕστερος, -α, -ον | (副詞/形容詞)後來 later, afterwards; 末了 last, finally (12, hysteron-proteron = 倒置法) |
φιάλη, ἡ, -ης | 碗 bowl, saucer (φιαλη-, 12, phial or vial = 小瓶[藥水]) |
φονεύω | 殺害 I murder (φονευ-, 12), φονεύσω, ἐφόνευσα, πεφόνευκα, -, ἐφονεύθην |
χοῖρος, ὁ, -ου | 豬 pig, swine (χοιρο-, 12) |
χρυσίον, τό, -ου | 金子 gold (χρυσιο-, 12) |
ψεύδομαι | 說謊 I lie (ψευδ-, 12, pseudo- 偽), ψεύσομαι, ἐψευσάμην, -, ἔψευμαι, - |
出現11次 (70x) | |
ἀγαλλιάω | 歡樂 I exult, be glad, overjoy (αγαλλια-, 11), ἀγαλλιάσω, ἠγαλλιάσα, -, -, ἠγαλλιάθην |
ἀγορά, ἡ, -ᾶς | 街市 marketplace (αγορα-, 11, agoraphobia 廣場恐懼症) |
ἅλυσις, ἡ, -εως | 鎖鍊 chain (αλυσι-, 11) |
ἀνατολή, ἡ, -ῆς | 東方、升起 east, rising (ανατολη-, 11, Anatolia 安那托利亞 [小亞細亞的舊稱]) |
ἀπαρνέομαι | 否認、捨棄 I deny, renounce (απ + αρνε-, 11), ἀπαρνήσομαι, ἀπηρνησάμην, -, ἀπήρνημαι, ἀπηρνήθην |
ἀπιστία, ἡ, -ας | 不信 unbelief, faithlessness (α + πιστια-, 11) |
ἀρχαῖος, -α, -ον | 古、舊的 old, ancient (αρχαιο/α-, 11, archive = 檔案,存檔) |
ἄφρων, -ον | 愚妄、無知 foolish, ignorant (αφρον-, 11) |
βρῶσις, ἡ, -εως | 食物、吃 food, eating, consuming (βρωσι-, 11) |
γέμω | 充滿 I am full (γεμ-, 11), -, -, -, -, -, (ἔγεμον) |
διαμερίζω | 分開、分給 I divide, distribute (δια + μεριδ-, 11), διαμεριῶ, διεμέρισα, -, διαμεμέρισμαι, διεμερίσθην, (διεμέριζον) |
δόλος, ὁ, -ου | 詭詐 deceit, trickery (δολο-, 11) |
δωρεά, ἡ, -ᾶς | 禮物 gift (δωρεα-, 11) |
ἐάω | 容許、任由 I allow, leave alone (εα-, 11), ἐάσω, εἴασα, -, -, εἰάθην, (εἴων) |
εἴδωλον, τό, -ου | 偶像 idol (ειδωλο-, 11) |
εἴκοσι | 廿 twenty (11) [Indeclinable] (參看數字表) |
εἰσάγω | 領進、帶進 I lead in, bring in (εισ + αγ-, 11), εἰσάξω, εἰσήγαγον, -, -, εἰσήχθην |
ἐκχύννομαι | 倒出、流出 I pour out (εκ + χυ-, 11), -, -, -, ἐκκέχυμαι, ἐξεχύθην, (ἐξεχυννόμην) |
ἔλαιον, τό, -ου | 橄欖油 olive oil (ελαιο-, 11, oleo- = akin to oil, 油) |
ἐλευθερία, ἡ, -ας | 自由 liberty, freedom (ελευθερια-, 11) |
ἐνδείκνυμι | 彰顯、顯明 I show forth, exhibit, demonstrate (εν + δεικ-, 11), ἐνδείξω, ἐνέδειξα, -, -, - |
ἐξουθενέω | 藐視、輕看 I despise; 厭棄 I reject (εξ + ουθενε-, 11), ἐξουθενήσω, ἐξουθένησα, -, ἐξουθένημαι, ἐξουθενήθην |
ἔπαινος, ὁ, -ου | 稱讚 praise, commendation (επαινο-, 11) |
ἐπαισχύνομαι | 羞恥 I am ashamed (επ + αισχυν-, 11), -, -, -, -, ἐπαισχύνθην or ἐπῃσχύνθην |
ἐπιπίπτω | 落在⋯上 I fall upon (επι + πετ-, 11), -, ἐπέπεσον, ἐπιπέπτωκα, -, - |
ἐπισκέπτομαι | 眷顧、看望 I visit, care; 檢查 I inspect (επι + σκεπ-, 11, episcopal = 主教制的), ἐπισκέψομαι, ἐπεσκεψάμην, -, ἐπέσκεμμαι, ἐπεσκέφθην |
ζηλόω | 切慕、嫉妒 I am zealous, jealous (ζηλο-, 11, zeal = 熱心), ζηλώσω, ἐζήλωσα, ἐζήλωκα, -, - |
ζῳοποιέω | 使活 I make alive, give life (ζῳοποιε-, 11), ζῳοποιήσω, ἐζῳοποίησα, -, -, ἐζῳοποιήθην |
θανατόω | 治死、殺死 I put to death (θανατο-, 11), θανατώσω, ἐθανάτωσα, -, τεθανάτωμαι, ἐθανατώθην |
θάπτω | 埋葬 I bury (θαπ/ταφ-, 11), θάψω, ἔθαψα, -, τέθαμμαι, ἐτάφην, (ἔθαπτον) |
κακία, ἡ, -ας | 罪惡、惡毒 evil, malice; 難處 trouble, calamity (κακια-, 11) |
καταβολή, ἡ, -ῆς | 根基 foundation (καταβολη-, 11) |
κατασκευάζω | 預備 I prepare; 建造 I build, construct (κατα + σκευαδ-, 11), κατασκευάσω, κατεσκεύασα, κατεσκεύακα, κατεσκεύασμαι, κατεσκευάσθην |
καύχημα, τό, -ατος | 誇口 boasting, pride (καυχηματ-, 11) |
καύχησις, ἡ, -εως | 誇口 boasting, pride (καυχησι-, 11) |
κέρας, τό, -ατος | 角 horn (κερατ-, 11, rhinoceros = 犀牛 lit. nose-horn) |
κλάδος, ὁ, -ου | 樹枝 branch, twig (κλαδο-, 11) |
κλῆρος, ὁ, -ου | ①籤 lot; ②份 portion, share (κληρο-, 11, clergy = 神職人員) |
κλῆσις, ἡ, -εως | 呼召 calling, invitation (κλησι-, 11) |
κράβαττος , ὁ, -ου | 褥子 mattress, pallet (κραβαττο-, 11) |
λίμνη, ἡ, -ης | 湖 lake (λιμνη-, 11, limnology = 湖沼學) |
μετρέω | 量 I measure (μετρε-, 11), μετρήσω, ἐμέτρησα, -, μεμέτρημαι, ἐμετρήθην |
νεανίσκος, ὁ, -ου | 少年人 young man, youth (νεανισκο-, 11) |
νόσος, ἡ, -ου | 疾病 disease (νοσο-, 11, nosology = 疾病分類學) |
ὁμοθυμαδόν | (副詞)同心合意 with one accord (11) |
πηγή, ἡ, -ῆς | 泉 spring, fountain (πηγη-, 11) |
ποιμαίνω | 牧養 I shepherd (ποιμαν-, 11), ποιμανῶ, ἐποίμανα, -, -, ἐποιμάνθην |
πρᾶγμα, τό, -ατος | 事 thing, matter, deed (πραγματ-, 11, pragmatic = 實用的) |
πραΰτης, ἡ, -ῆτος | 溫柔 gentleness, meekness (πραυτητ-, 11) |
πρότερος, -α, -ον | 先前、從前 former, earlier (προτερο/α-, 11, proto- 原) |
σάλπιγξ, ἡ, -ιγγος | 號筒 trumpet (σαλπιγγ-, 11) |
σπλάγχνον, τό, -ου | 腸子、心腸 bowels, intestines, affections (σπλαγχνο-, 11, splanchnic = 內臟的) |
σπουδάζω | 趕緊、竭力 I hasten, am eager, make every effort (σπουδαδ-, 11), σπουδάσω, ἐσπούδασα, ἐσπούδακα, -, - |
στήκω | 站立、站穩 I stand, stand fast (στηκ-, 11), -, -, -, -, -, (ἔστηκον) |
συγγενής, -ές | 親族、親屬 kindred, akin, relative (συγγενεσ-, 11) |
σφόδρα | (副詞)很、非常、極其 very, exceedingly (11) |
σχίζω | 裂開、分開 I split, divide (σχιδ-, 11, schizophrenia = 精神分裂症), σχίσω, ἔσχισα, -, -, ἐσχίσθην |
τελευτάω | 死 I die, end, finish (τελευτα-, 11), τελευτήσω, ἐτελεύτησα, τετελεύτηκα, -, - |
τριάκοντα | 三十 thirty (11) [Indeclinable] (參看數字表) |
ὑγιής, -ές | 健全、純全 healthy, sound (υγιεσ-, 11, hygiene 衛生) |
ὑμέτερος, -α, -ον | 你們的 your (υμετερο/α-, 11) |
ὑποκάτω | (介繫詞)gen: under, beneath 在⋯下 (11) |
ὑψηλός, -ή, -όν | 高的 high, uplifted, proud (υψηλο/η-, 11) |
φυτεύω | 栽種 I plant (φυτευ-, 11), -, ἐφύτευσα, πεφύτευκα, πεφύτευμαι, ἐφυτεύθην, (ἐφύτευον) |
φωτίζω | 照亮、光照 I give light, enlighten (φωτιδ-, 11, photo- 光), φωτίσω, ἐφώτισα, -, πεφώτισμαι, ἐφωτίσθην |
χείρων, -ον | 更壞的 worse, more severe (χειρον-, 11) |
χίλιοι, -αι, -α | 千 thousand (χιλιο/α-, 11, chiliasm = millenarianism 千禧年說) (參看數字表) |
χιτών, ὁ, -ῶνος | 裡衣 tunic, inner garment (χιτων-, 11, chiton 古希臘人所穿貼身長衣) |
χράομαι | 使用、利用 I use, make use of; 對待 I treat (χρα-, 11, catachresis = 詞語誤用 misuse of a word), χρήσομαι, ἐχρησάμην, -, κέχρημαι, -, (ἐχρώμην) |
ψευδοπροφήτης, ὁ, -ου | 假先知 false prophet (ψευδο + προφητη-, 11) |
出現10次 (74x) | |
ἁγιασμός, ὁ, -οῦ | 成聖、聖潔 sanctification, holiness (αγιασμο-, 10) |
ᾅδης, ὁ, -ου | 陰間 Hades, hell (ᾳδη-, 10) |
ἀδύνατος, -ον | 不能的、無力的 impossible, powerless (α + δυνατο-, 10) |
ἀκαθαρσία, ἡ, -ας | 不潔、污穢 uncleanness (α + καθαρσια-, 10) |
ἅμα | (副詞)同時、一同 at the same time, together;(介繫詞)dat: together with 與⋯一同 (10) |
ἀναφέρω | 帶上、獻上 I bring up, bear, offer (ανα + φερ-, 10), ἀνοίσω, ἀνηνεγκα or ἀνήνεγκον, ἀνενήνοχα, -, ἀνηνέχθην, (ἀνἐφερον) |
ἀπολαμβάνω | ①得(回) I receive (back); ②領到一旁 take aside (απο + λαβ-, 10), ἀπολή(μ)ψομαι, ἀπέλαβον, ἀπείληφα, -, - |
ἀπολογέομαι | 辯護、分訴 I defend myself (απο + λογε-, 10, apologetics 護教學), ἀπολογήσω, -, -, -, ἀπολογήθην |
ἀπολύτρωσις, ἡ, -εως | 救贖、釋放 redemption, release (απολυτρωσι-, 10) |
ἀσέλγεια, ἡ, -ας | 邪蕩 licentiousness, debauchery (ασελγεια-, 10) |
ἀσπασμός, ὁ, -οῦ | 問安 greeting (ασπασμο-, 10) |
ἀφαιρέω | 除掉、奪去 I take away (αφ + αιρε-/ελ-, 10, aphaeresis 非重音字首之省略), ἀφελῶ, ἀφεῖλον, -, ἀφῄρημαι, ἀφῃρέθην |
ἀφορίζω | 分開、分別 I separate, set apart (αφ + οριδ-, 10, aphorism = 格言), ἀφοριῶ, ἀφώρισα, -, ἀφώρισμαι, -, (ἀφώριζον) |
βίβλος, ἡ, -ου | 書卷、記錄 book, scroll, record (βιβλο-, 10, bibliography = 參考書目) |
βίος, ὁ, -ου | 生活、生計 life, livelihood (βιο-, 10, biology 生物學) |
δάκρυον, τό, -ου | 眼淚 tear (δακρυο-, 10) |
δεσπότης, ὁ, -ου | 主、主人 master, lord, owner (δεσποτη-, 10, despot = 暴君) |
δικαίωμα, τό, -ατος | 條例、要求 regulation, requirement; 義行 righteous deed (δικαιωματ-, 10) |
διωγμός, ὁ, -οῦ | 逼迫 persecution (διωγμο-, 10) |
ἐγκαταλείπω | 離棄、留下 I leave (behind), forsake (εγ + κατα + λιπ-, 10), ἐγκαταλείψω, ἐγκατέλειψα or ἐγκατέλιπον, ἐγκαταλέλοιπα, -, ἐγκατελείφθην, (ἐγκατέλειπον) |
ἐκκόπτω | 砍掉、斬斷 I cut off, cut down (εκ + κοπ-, 10), ἐκκόψα, ἐξέκοψα, -, -, ἐξεκόπην |
ἐκπίπτω | ①落下、掉落 I fall off; ②擱淺 I run aground (εκ + πετ-, 10), ἐκπεσοῦμαι, ἐξέπεσον or ἐξέπεσα, ἐκπέπτωκα, -, - |
ἐμφανίζω | 顯現 I manifest; passive: I appear; 報知 I inform (εν + φανιδ-, 10), ἐμφανίσω, ἐνεφάνισα, -, -, ἐνεφανίσθην |
ἔνατος, -η, -ον | 第九 ninth (ενατο/η-, 10) (參看數字表) |
ἔνοχος, -ον | 有罪責於、受制於 liable, guilty (ενοχο-, 10) |
ἐντεῦθεν | ①從這裡 from here; ②這邊⋯那邊 on this side… on that side (10) |
ἐξομολογέω | 主動:同意 I consent;關身:承認、讚美 I confess, praise (εξ + ομολογε-, 10), ἐξομολογήσω, ἐξωμολόγησα, -, -, - |
ἐπειδή | (連接詞)①既然、因為 since, because; ②當、之後 when, after (10) |
ἐπιτάσσω | 吩咐 I command, order (επι + ταγ-, 10), -, ἐπέταξα, -, ἐπιτέταγμαι, ἐπετάγην |
ἐπιτελέω | 完成、成全 I finish, complete, perform (επι + τελεϝ-, 10), ἐπιτελέσω, ἐπετέλεσα, -, -, ἐπετελέσθην |
θλίβω | 擠壓、欺壓 I press, oppress; 關身:受苦 to suffer affliction (θλιβ-, 10), θλίψω, ἔθλιψα, -, τέθλιμμαι, ἐθλίβην |
ἰσχύς, ἡ, -ύος | 力量、能力 strength, power, might (ισχυ-, 10) |
κλητός, -ή, -όν | 蒙召的 called, invited (κλητο/η-, 10) |
κοινωνός, ὁ, -οῦ | 同伴、有份者 partner, sharer (κοινωνο-, 10) |
κομίζω | 帶著 I bring; 關身:得著(回報) I receive (κομιδ-, 10), κομίσω or κομιῶ, ἐκόμισα, -, κεκόμισμαι, ἐκομίσθην |
κοσμέω | 妝飾 I adorn; 使整齊 I put in order (κοσμε-, 10, cosmetics = 化妝品), κοσμήσω, ἐκόσμησα, -, κεκόσμημαι, ἐκοσμήθην, (ἐκόσμουν) |
μακράν | (副詞)很遠 far, far away (10, macro- 宏觀的) |
μακροθυμέω | 忍耐、寬容 I am patient (μακροθυμε-, 10), -, ἐμακροθύμησα, -, -, - |
μέλει | 顧念、在意 It is a care (μελ/μελε-, 10), μελήσομαι, ἐμέλησα, -, -, ἐμελήθην, (ἔμελεν) |
ξενίζω | 接待 I host, entertain (a stranger); 以為奇怪 I think as strange, bewilder (ξενιδ-, 10), -, ἐξένισα, -, -, ἐξενίσθην |
ὅδε, ἥδε, τόδε | (指示代名詞)這、這樣 this, thus (ο + δε-, 10) |
οἰκονόμος, ὁ, -ου | 管家 steward, manager; 司庫 treasurer (οικο + νομο-, 10, economy = 經濟) |
ὀνομάζω | 起名、稱呼、提及 I name (ονοματ-, 10), ὀνομάσω, ὠνόνασα, -, -, ὠνομάσθην |
ὄντως | (副詞)真是、果然 really, surely, indeed (10, ontology 實體論) |
ὅρκος, ὁ, -ου | 誓言 oath (ορκο-, 10) |
παντοκράτωρ, ὁ, -ορος | 全能者 almighty, all-powerful (παντο + κρατορ-, 10) |
παράγω | 經過 I pass by; 過去、消逝 I pass away (παρ + αγ-, 10), -, παρήγαγον, -, -, παρήχθην, (παρῆγον) |
παραλυτικός, -ή, -όν | 癱瘓的 paralytic (παραλυτικο/η-, 10) |
παρεμβολή, ἡ, -ῆς | 軍營 camp, barracks; 軍隊 army (παρα + εν + βολη-, 10) |
πατάσσω | 擊打、擊殺 I strike, smite (παταγ-, 10), πατάξω, ἐπάταξα, -, -, ἐπατάχθην |
πενθέω | 哀慟 I mourn (πενθε-, 10), πενθήσω, ἐπένθησα, -, -, - |
περιστερά, ἡ, -ᾶς | 鴿子 dove, pigeon (περιστερα-, 10) |
πλάνη, ἡ, -ης | 錯謬、迷惑 error, deceit (πλανη-, 10) |
πλεονεξία, ἡ, -ας | 貪婪 covetousness, greediness (πλεονεξια-, 10) |
ποικίλος, -η, -ον | 各樣的、諸般的 various, manifold (ποικιλο/η-, 10) |
πόρνος, ὁ, -ου | 淫亂者 fornicator (πορνο-, 10, pornography = 色情[書畫]) |
προσκαρτερέω | 恆切、專心 I persevere, devote to, adhere to (προσ + καρτερε-, 10), προσκαρτερήσω, προσεκαρτέρησα, -, -, - |
πύλη, ἡ, -ης | (城)門 gate, door (πυλη-, 10, pylon = 塔門) |
σέβω | 敬拜、尊敬 I worship, reverence (σεβ-, 10), -, -, -, -, - |
σιγάω | 靜默、不作聲 I am silent (σιγα-, 10), σιγήσω, ἐσίγησα, -, σεσίγημαι, - |
σιωπάω | 靜默、不作聲 I am silent (σιωπα-, 10, aposiopesis = 說話中斷法), σιωπήσω, ἐσιώπησα, -, -, -, (ἐσιώπων) |
στρατηγός, ὁ, -οῦ | 官長、守殿官 commander, magistrate (στρατηγο-, 10) |
συζητέω | 談論、辯論 I discuss, dispute (συν + ζητε-, 10), -, συνεζήτησα, -, -, -, (συνεζήτουν) |
σύνδουλος, ὁ, -ου | 僕人同伴 fellow slave (συν + δουλο-, 10) |
σφάζω | 宰殺 I slay, slaughter (σφαγ-, 10), σφάξω, ἔσφαξα, -, ἔσφαγμαι, ἐσφάγην |
τέταρτος, -η, -ον | 第四 fourth (τεταρτο/η-, 10, tetrarch 分封王 = a ruler over a fourth part) (參看數字表) |
ὑπαντάω | 遇見、迎接、迎戰 I meet, go to meet (υπ + αντα-, 10), ὑπαντήσω, ὑπήντησα, -, -, -, (ὑπήντων) |
ὑπόδημα, τό, -ατος | 鞋 sandal, shoe (υποδηματ-, 10) |
χρηστότης, ἡ, -ητος | 恩慈 kindness, goodness (χρηστοτητ-, 10) |
χρυσός, ὁ, -ου | 金子 gold (χρυσο-, 10) |
χωρέω | ①容下、接受 I have room, contain, accept; ②去、到 I go, reach (χωρε-, 10), χωρήσω, ἐχώρησα, κεχώρηκα, -, - |
χωρίον, τό, -ου | place, field (χωριο-, 10, chorography = 地勢圖) |
ψεῦδος, τό, -ους | 謊言 lie (ψευδεσ-, 10, pseudo- 偽) |
ψεύστης, ὁ, -ου | 說謊者 liar (ψευστη-, 10) |
Go to frequency: 45次 40次 35次 30次 25次 20次 15次 10次
回主頁 ║ 初階希臘文單字 ║ “不規則”動詞 ║ 進階單字(按字母排列) ║ 進階單字閃卡 ║ 最近更新: June 16, 2024